Τι σημαίνει το aplicar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aplicar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aplicar στο ισπανικά.
Η λέξη aplicar στο ισπανικά σημαίνει απλώνω κτ σε κπ/κτ, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, εφαρμόζω, ισχύω, εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, απλώνω, επιβάλλω, απλώνω κτ πάνω σε κτ, χορηγώ, αλείφω, χρησιμοποιώ, κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ, στέλνω βιογραφικό σε κτ, παραιτούμαι, ασκώ πίεση, πιέζω, πιέζω, βάφω, ψεκάζω, διευθύνω με το μαστίγιο, χρησιμοποιώ κτ σε κτ, παίρνω σκληρότερα μέτρα, ξαναβάζω, απλώνω με σφουγγάρι, τοποθετώ, απλώνω, πληρώ τις προϋποθέσεις, βάζω βάρος σε κτ, ασβεστώνω, σοβατίζω, απλώνω, στρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aplicar
απλώνω κτ σε κπ/κτverbo transitivo Aplique el humectante generosamente en cara y manos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το μονωτικό υλικό εφαρμόζεται με ρολό. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Audrey está aplicando el mismo método que la vez pasada. Debemos aplicar un poco de sentido común. Η Ώντρεϋ εφαρμόζει την ίδια μέθοδο με την προηγούμενη φορά. |
εφαρμόζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pudo aplicar sus habilidades en el nuevo proyecto. Μπόρεσε να εφαρμόσει τις δεξιότητές της στο νέο πρότζεκτ. |
εφαρμόζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El trabajo de un juez es aplicar la ley, no crear nuevas leyes. Η δουλειά των δικαστών είναι να επιβάλλουν τους νόμους κι όχι να δημιουργούν νέους. |
ισχύω(σε/για κάτι/κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las pautas no aplican en este caso. Οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν ισχύουν σε αυτήν την περίπτωση. |
εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ(κάτι σε κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gordon aplicó sus conocimientos de mecánica para construir una aeronave. |
εφαρμόζωverbo transitivo (κανόνας, κτλ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Para que una sociedad funcione, debemos aplicar la ley. |
απλώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Primero, aplica la pintura sobre todo el área. |
επιβάλλω(Latinoamérica) (εισφορά, φόρο σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se le aplicó un impuesto predial de 300 dólares. Του επέβαλαν φόρο ιδιοκτησίας ύψους 300 δολαρίων. |
απλώνω κτ πάνω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jack puso protector solar en sus brazos. |
χορηγώ(medicamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La enfermera le mostró a los miembros de la familia cómo administrar la medicina. Η νοσοκόμα έδειξε στα μέλη της οικογένειας πώς να δίνουν το φάρμακο. |
αλείφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Frota un poco de aceite en el bowl, para que la masa no se pegue. Άλειψε λίγο λάδι γύρω γύρω στο μπολ για να μην κολλήσει η ζύμη. Άλειψε τη λοσιόν στο δέρμα σου. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cathy envió solicitudes a tres universidades, pero ninguna la aceptó. Η Κάθι έκανε αίτηση σε τρία πανεπιστήμια αλλά κανένα δεν τη δέχτηκε. |
στέλνω βιογραφικό σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi hermano solicitó trabajo en Microsoft y le ofrecieron un puesto. |
παραιτούμαι(ley) (με γενική: δικαιώματος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El sospechoso dispensó su derecho de tener un abogado presente durante el interrogatorio policial. Ο ύποπτος παραιτήθηκε του δικαιώματός του να έχει μαζί του δικηγόρο κατά την ανάκριση της αστυνομίας. |
ασκώ πίεση, πιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mantén apretada la herida para detener el sangrado. |
πιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred pintó la madera de un color más oscuro. Ο Φρεντ έβαψε το ξύλο με ένα πιο σκούρο χρώμα. |
ψεκάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liam se echó desodorante en los sobacos. Ο Λίαμ ψέκασε αποσμητικό στις μασχάλες του. |
διευθύνω με το μαστίγιο(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sus empleados perezosos nunca cambiarán a menos que empiecen a tratarlos con mano dura. Οι τεμπέληδες υπάλληλοί σου δε θα αλλάξουν ποτέ, εκτός αν αρχίσεις να τους διευθύνεις με το μαστίγιο. |
χρησιμοποιώ κτ σε κτlocución verbal Ali aplicó toda su fuerza a la puerta. |
παίρνω σκληρότερα μέτρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La policía ya no va a tolerar la ebriedad en público, van a ponerse más estrictos. Η αστυνομία δε θα ανεχθεί πλέον τη δημόσια μέθη. Θα πάρει σκληρότερα μέτρα. |
ξαναβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bonnie volvió a aplicar el esmalte de uñas para que quedase más opaco. |
απλώνω με σφουγγάριlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τοποθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El albañil aplicó el revoque sobre la pared utilizando su paleta. Ο χτίστης άπλωσε τον σοβά μ' ένα μυστρί. |
απλώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El carpintero aplicó más pintura sobre la mesa. Ο ξυλουργός άπλωσε περισσότερη μπογιά στο τραπέζι. |
πληρώ τις προϋποθέσειςlocución verbal (για αξίωμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω βάρος σε κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tuvimos que aplicar peso sobre los sacos antes de tirarlos por la borda. |
ασβεστώνω, σοβατίζω(την επιφάνεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El obrero aplicó argamasa a la pared y puso una nueva fila de ladrillos. |
απλώνω, στρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aplicar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του aplicar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.