Τι σημαίνει το air στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης air στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του air στο Γαλλικά.
Η λέξη air στο Γαλλικά σημαίνει μελωδία, αέρας, αέρας, αέρας, άνεμος, αίσθηση, νότα, μελωδία, αέρας, αέρας, μορφή, όψη, φυσιογνωμία, έκφραση, όψη, εμφάνιση, ατμόσφαιρα, έκφραση, προσωπείο, εμφάνιση, τρόπος, στάση, αίσθημα, ατμοσφαιρικός, βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλο, βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά, αέρος-εδάφους, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, μακάρια, πεινασμένα, αυστηρά, σοβαρά, νταηλίκι, μπάρμπεκιου, αναπνοή, ανάσα, σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, αναπνοή, ήχος που προκαλείται από φύσημα αέρα ή κίνηση υγρού, αερολογία, καυχησιά, χτυπώ, βαρώ, κοπανώ, χαλάω, καταστρέφω, σιγανό σφύριγμα, γαμήσι, ανέκφραστος, σκεπτικά, με αμφιβολία, πονηρά, στοχαστικά, θλιβερά, ένοχα, πάρτι στον κήπο, αερομεταφερόμενος, υπαίθριος, που ζαλίζεται, με ρεύματα, που κάνει ρεύμα, φυσιολάτρης, ελεύθερο πουλί, αερόψυκτος, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, ελευθέρας βοσκής, απελπισμένος, που έχει... εμφάνιση, που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση, θερμού αέρα, βαρύτερος από τον αέρα, παράξενος, περίεργος, θυμωμένα, νευριασμένα, σκυθρωπά, στενοχωρημένα, μίζερα, νυσταλέα, κοιμισμένα, απολογητικά, αβέβαια, αμφίβολα, νωθρά, νωχελικά, ξερά, στεγνά, ανέκφραστα, αγανακτισμένα, ουσιαστικά, σημαντικά, απειλητικά, επιφυλακτικά, με κενό βλέμμα, στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, πιθανός, ενδεχόμενος, ευθεία προς τα πάνω, ικετευτικά, απαθώς, νυσταγμένα, νυσταλέα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης air
μελωδία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Harry fredonnait un air en travaillant. Ο Χάρι σιγοτραγουδούσε έναν σκόπο ενώ δούλευε. |
αέραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le magicien semblait flotter en l'air devant leurs yeux. Ο μάγος φαινόταν να αιωρείται στον αέρα μπροστά στα μάτια τους. |
αέραςnom masculin (ατμόσφαιρα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'air dans le bar est plein de fumée. Ο αέρας στο μπαρ ήταν πνιγηρός από τον καπνό. |
αέρας, άνεμοςnom masculin (vent) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai senti un courant d'air sur ma nuque. Ένιωσα ένα φύσημα του ανέμου στον λαιμό μου. |
αίσθηση, νόταnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son départ avait dissipé comme un air de tristesse au sein de l'assemblée. Η αποχώρησή του άφησε μια νότα θλίψης στη συγκέντρωσή τους. |
μελωδίαnom masculin (Musique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le violoniste a joué un magnifique air irlandais. |
αέρας(apparence) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle a l'air espagnole, mais elle est anglaise, en fait. |
αέραςnom masculin (attitude) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Phil a l'air sûr de lui dans son nouveau costume. |
μορφή, όψη(apparence, mine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La barbe de Larry lui donnait un air de bûcheron. Η γενειάδα του Λάρρυ τον έκανε να μοιάζει με ξυλοκόπο. |
φυσιογνωμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έκφραση(expression) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle n'avait pas l'air contente ce jour-là. Δεν είχε πολύ χαρούμενη φάτσα εκείνη την ημέρα. |
όψη, εμφάνιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le jouet des enfants avait l'air d'un vrai téléphone. Το παιδικό παιχνίδι είχε όψη πραγματικού τηλεφώνου. |
ατμόσφαιρα(air) (μόνο ενικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'atmosphère était chargée de fumée après l'explosion. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη καπνό μετά την έκρηξη. |
έκφραση(visage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On pouvait voir à son expression qu'il ne profitait pas de ses vacances. Από την έκφρασή του καταλάβαινες ότι δεν απολάμβανε τις διακοπές. |
προσωπείο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το χαρούμενο προσωπείο τους δε με ξεγέλασε ούτε για μια στιγμή. |
εμφάνιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τρόπος(genre) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Son attitude pompeuse ennuie franchement les gens. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου. Δε μου αρέσουν οι τρόποι σου. |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son allure guindée est révélatrice de son mépris pour les autres. |
αίσθημα(figuré) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a un sentiment de révolution qui traverse le pays. |
ατμοσφαιρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλοadjectif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un missile air-air est tiré en vol vers une cible aérienne. |
βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριάadjectif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αέρος-εδάφουςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέροςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μακάρια(heureux) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πεινασμένα(manger,...) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αυστηρά, σοβαρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νταηλίκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπάρμπεκιου(συγκέντρωση και ψήσιμο) |
αναπνοή, ανάσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a toujours très peur de monter sur une échelle. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα. |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai vraiment bousillé mon ordinateur cette fois : je vais devoir appeler le support technique. |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu as complètement raté notre présentation commerciale. Τα έκανες θάλασσα στην παρουσίαση της επιχείρησης. |
εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέροςadverbe (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αναπνοή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le halètement de son chien permit à John de vite le retrouver. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Κέλσεϋ πήρε μια βαθιά αναπνοή και έσβησε όλα τα κεράκια στην τούρτα της. |
ήχος που προκαλείται από φύσημα αέρα ή κίνηση υγρού(bruit aigu) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αερολογία, καυχησιά(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ne fais pas trop attention à ce qu'il raconte, c'est souvent du vent ! |
χτυπώ, βαρώ, κοπανώ(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai vraiment bousillé la voiture quand j'ai percuté cet élan. |
χαλάω, καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est important, alors essaie de ne pas tout gâcher. Αυτό είναι σημαντικό, προσπάθησε να μην το καταστρέψεις. |
σιγανό σφύριγμα(φλογέρα) |
γαμήσι(vulgaire : indénombrable) (χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το ζευγάρι συναντήθηκε για ένα γρήγορο πήδημα την ώρα του διαλείμματος. |
ανέκφραστος(en apposition) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκεπτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με αμφιβολία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πονηρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στοχαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
θλιβερά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ένοχα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πάρτι στον κήπο(anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αερομεταφερόμενος(pollen,...) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Αν φτερνιστείς χωρίς να καλύψεις το στόμα σου, τα μικρόβιά σου μπορεί να μεταφερθούν με τον αέρα. |
υπαίθριοςadverbe (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ζαλίζεταιlocution verbale (στο αεροπλάνο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas prendre l'avion, j'ai le mal de l'air. |
με ρεύματα, που κάνει ρεύμαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυσιολάτρης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεύθερο πουλίadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand l'année scolaire sera finie, je serai libre comme l'air. |
αερόψυκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La plupart des motos ont un moteur refroidi par air. Οι περισσότερες μοτοσικλέτες έχουν αερόψυκτες μηχανές.Το Volkswagen ήταν ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα με αερόψυκτο κινητήρα. |
στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέραadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέραlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελευθέρας βοσκής(poulet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les poulets fermiers (or: élevés en plein air) ne sont pas gardés dans de petites cages. |
απελπισμένοςlocution verbale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που έχει... εμφάνιση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνισηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θερμού αέρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαρύτερος από τον αέραlocution adjectivale (avion) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
παράξενος, περίεργοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θυμωμένα, νευριασμένα(με θυμό) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a brandi le poing avec colère et a hurlé « Sors d'ici ! » Ύψωσε τη γροθιά του θυμωμένα (or: νευριασμένα) και φώναξε «Φύγε από δω!». |
σκυθρωπά, στενοχωρημένα, μίζερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νυσταλέα, κοιμισμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απολογητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) « Je ne voulais pas te contrarier. » dit Larry en s'excusant. «Δεν ήθελα να σε αναστατώσω», είπε απολογητικά ο Λάρρυ. |
αβέβαια, αμφίβολα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) « Je ne suis pas sûr que ce soit possible.» dit Tim d'un air de doute. |
νωθρά, νωχελικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ξερά, στεγνά, ανέκφραστα(μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) « Je ne vois rien de mal ici. » dit l'homme d'un air pince-sans-rire en examinant le désordre. |
αγανακτισμέναlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ουσιαστικά, σημαντικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απειλητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επιφυλακτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με κενό βλέμμαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέραlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il faisait si beau que nous avons décidé de dîner en plein air. |
πιθανός, ενδεχόμενοςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a une fusion dans l'air, je ne prendrais pas de décision maintenant. |
ευθεία προς τα πάνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dans le ciel nocturne d'août, si vous regardez directement au-dessus de vos têtes, vous pourrez voir la constellation d'Orion. Εάν κοιτάξεις ευθεία προς τα πάνω στον νυχτερινό αυγουστιάτικο ουρανό θα πρέπει να βλέπεις τον αστερισμό του Ωρίωνα. |
ικετευτικά(dire) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απαθώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νυσταγμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νυσταλέα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του air στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του air
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.