Τι σημαίνει το aceitar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aceitar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aceitar στο πορτογαλικά.

Η λέξη aceitar στο πορτογαλικά σημαίνει δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, παίρνω, παραλαμβάνω, δέχομαι, αποδέχομαι, το χωνεύω, παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη, αποδέχομαι, το τρώω, το χάβω, δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, λέω «ναι», συμφιλιώνομαι με κτ, αποδέχομαι την προσφορά, βλέπω, δέχομαι, δέχομαι, εισάγω, αποδέχομαι, υπομένω, παίρνω, αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, αναλαμβάνω, εγκρίνω, συμφωνώ, δέχομαι, αποδέχομαι, ανέχομαι, ασπάζομαι, υιοθετώ, παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ, δέχομαι κπ σε κτ, επωφελούμαι από κτ, συμφωνώ, συκοφάγος, αποκηρύσσω, αρνούμαι, απορρίπτω, αρνούμαι, απρόθυμος να δεχθεί, αρπάζω την ευκαιρία, δεν μου αρέσει, αναλαμβάνω την ευθύνη, συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε, αρνούμαι να αναγνωρίσω, πιάνω δουλειά, σηκώνω αστεία, παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται, παίρνω ό,τι έμεινε, δέχομαι χωρίς αντιρρήσεις, δέχομαι χωρίς σχόλια, κάνω την καρδιά μου πέτρα, αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να δεχτώ, απρόθυμος να δεχθεί, αρνούμαι να αναγνωρίσω, αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να απόδεχτώ, δέχομαι κτ αντί πληρωμής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aceitar

δέχομαι, αποδέχομαι

verbo transitivo (απαντώ θετικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele aceitou o convite para a festa.
Δέχτηκε (or: Αποδέχτηκε) την πρόσκληση για το πάρτι.

δέχομαι

verbo transitivo (como pagamento) (ως πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aceitamos dinheiro em espécie e cartão de crédito como pagamento de mercadorias.
Δεχόμαστε μετρητά και πιστωτικές κάρτες σαν πληρωμή για το εμπόρευμα.

δέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exército vencido aceitou os termos de rendição.
Ο ηττημένος στρατός δέχθηκε τους όρους παράδοσης.

δέχομαι

(acreditar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não posso aceitar sua justificativa, ela não faz sentido.
Δεν μπορώ να δεχτώ τη δικαιολογία σου. Δεν είναι λογική.

δέχομαι

verbo transitivo (κάτι, ότι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela não consegue aceitar que ele agora está casado com outra pessoa.
Δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός ότι είναι παντρεμένος με κάποια άλλη πλέον.

αποδέχομαι

verbo transitivo (aprovação) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pai nunca aceitou realmente o namorado dela.
Ο πατέρας της δεν αποδέχθηκε ποτέ τον φίλο της.

δέχομαι

verbo transitivo (presente) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando for oferecida uma refeição pelo anfitrião, é educado aceitar.
Όταν ο οικοδεσπότης σου σού προσφέρει ένα γεύμα, είναι ευγενικό να το δεχθείς.

παίρνω

verbo transitivo (acomodar) (ανταλακτικό, εξάρτημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραλαμβάνω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela recebeu a encomenda do entregador.
Παρέλαβε το φορτίο από τον διανομέα.

δέχομαι, αποδέχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το χωνεύω

(aceitar, resignar-se) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη

verbo transitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το τρώω, το χάβω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles aceitaram a oferta da empresa de pagar por treinamento adicional.
Δέχτηκαν την προσφορά της εταιρείας να πληρώσουν για επιπλέον εκπαίδευση.

αποδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λέω «ναι»

(σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμφιλιώνομαι με κτ

Quando Malcom foi reprovado em seu exame pela décima vez, ele se conformou com o fato de que dirigir era uma habilidade que ele jamais conseguiria ter.
Όταν ο Μάλκολμ απέτυχε στις εξετάσεις για δέκατη φορά, το πήρε απόφαση ότι δε θα κατάφερνε ποτέ να γίνει καλός στην οδήγηση.

αποδέχομαι την προσφορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você fará o trabalho por apenas £20? Ótimo - vou aceitar sua oferta!
Θα αναλάβεις τη δουλειά μόνο για 20 δολάρια; Υπέροχα! Αποδέχομαι την προσφορά σου!

βλέπω

verbo transitivo (jogo: aposta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aceito seus cem e aumento mais cem.

δέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vocês aceitam cartão de crédito?
Δέχεστε πιστωτικές κάρτες;

δέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Só aceitamos novos membros na primavera.

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδέχομαι, υπομένω

(algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu me recuso a aceitar seu dinheiro.
Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου.

αποδέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós temos que aceitar os fatos.
Πρέπει να αποδεχτούμε τα γεγονότα.

δέχομαι, παραδέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu aceito a lógica do seu argumento, apesar de ainda discordar da sua conclusão.
Δέχομαι (or: παραδέχομαι) τη λογική του επιχειρήματός σου, αλλά εξακολουθώ να διαφωνώ με το συμπέρασμά σου.

δέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós só aceitamos os alunos mais inteligentes nesta faculdade.

δέχομαι

verbo transitivo (pagamento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você vai aceitar trezentas libras pela mesa?

αναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Assumir a diretoria foi o primeiro erro dele.
Το ότι ανέλαβε τη διεύθυνση ήταν το πρώτο του λάθος.

εγκρίνω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pais não aprovaram o novo namorado dela.
Οι γονείς της δεν ενέκριναν τον νέο της φίλο.

συμφωνώ, δέχομαι

(consentir, aceitar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeff queria que Rita o ajudasse com uma brincadeira com Martin, mas ela não consentiu.
Ο Τζεφ ήθελε να τον βοηθήσει η Ρίτα για να κάνει πλάκα στον Μάρτιν, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε.

αποδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os colegas abraçaram suas propostas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν εγκολπώνομαι τις απόψεις σου, αλλά εξακολουθώ να τις σέβομαι.

ανέχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não vou mais tolerar os comentários racistas do Richard.
Δεν θα ανεχτώ άλλα από τα ρατσιστικά σχόλια του Ρίτσαρντ.

ασπάζομαι, υιοθετώ

(μεταφορικά, επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O imperador por fim adotou a nova religião.
Ο αυτοκράτορας, τελικά, ασπάστηκε (or: υιοθέτησε) τη νέα θρησκεία.

παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δέχομαι κπ σε κτ

επωφελούμαι από κτ

A população acolheu muito bem a novas propostas do governo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι άνθρωπος που δράττεται (or: επωφελείται) κάθε καλής ευκαιρίας που του δίνεται.

συμφωνώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian concordou em participar de uma bicicletada patrocinada beneficente.
Ο Μπράιαν δήλωσε ότι θα λάβει μέρος σε μια χορηγούμενη ποδηλατοδρομία για φιλανθρωπικό σκοπό.

συκοφάγος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αποκηρύσσω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O banco recusou meu pedido de empréstimo.
Η τράπεζα απέρριψε την αίτησή μου για δάνειο.

απρόθυμος να δεχθεί

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρπάζω την ευκαιρία

(informal, figurado: aceitar oportunidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν μου αρέσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα».

αναλαμβάνω την ευθύνη

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρνούμαι να αναγνωρίσω

(desconsiderar) (αγνοώ, αψηφώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνω αστεία

(ter senso de humor) (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται

expressão verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω ό,τι έμεινε

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δέχομαι χωρίς αντιρρήσεις, δέχομαι χωρίς σχόλια

(sem reclamar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O campeão deposto aceitou bem sua derrota. A performance de Anne recebeu muitas críticas, mas ela aceitou bem.

κάνω την καρδιά μου πέτρα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να δεχτώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απρόθυμος να δεχθεί

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρνούμαι να αναγνωρίσω

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρνούμαι να αποδεχτώ

(estar relutante em receber algo oferecido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αρνήθηκε να αποδεχτεί λουλούδια από άντρες που δε γνώριζε.

αρνούμαι να απόδεχτώ

(alguém: estar relutante em incluir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αυτές οι στρίγγλες αρνιόνταν να αποδεχτούν όποιον δεν είχε πλούσιους γονείς.

δέχομαι κτ αντί πληρωμής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο ιδιοκτήτης της κάβας δεν είχε τα χρήματα που χρωστούσε γι' αυτό πλήρωσε σε ουίσκι.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aceitar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.