Τι σημαίνει το abandono στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης abandono στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abandono στο ισπανικά.
Η λέξη abandono στο ισπανικά σημαίνει εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, αφήνω, εγκαταλείπω, κόβω, εγκαταλείπω, αφήνω, αφήνω, αφήνω, απαρνούμαι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, εγκαταλείπω, βγαίνω, διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω, παρατάω, παρατώ, εγκαταλείπω, παραιτούμαι από κτ, αποσύρομαι από κτ, εξαντλούμαι, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, εγκαταλείπω τη θέση μου, εγκαταλείπω, αποσύρω, αποχωρώ από κτ, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, εγκαταλείπω, σταματώ, απαρνούμαι, φεύγω, πάω πάσο, τα παρατάω, αποχωρώ, πετάω, πετώ, φεύγω από κτ, κόβω την συνήθεια, εγκαταλείπω στη μοίρα του, αφήνω στην τύχη του, ξεφορτώνομαι, παραιτούμαι από κτ, κάνω στην άκρη, κάνω πέρα, μένω πίσω, βγαίνω, χωρίς μέτρο, παραμέληση, εγκατάλειψη, παραμέληση, αμέλεια, εγκατάλειψη, παύση, διακοπή, εγκατάλειψη, παράδοση, εγκατάλειψη, παιδική κακοποίηση, αποχώρηση, χοντροκοπιά, απόσυρση, αποχώρηση, παραχώρηση, κάνω ρενόνς, μείωση, ερείπωση, κακογουστιά, εγκαταλείπω, αφήνω, απομακρύνομαι, φεύγω, αυτός που διακόπτει τη φοίτηση, απελπίζομαι, φεύγω από τον τόπο, φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό, φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά, παρατάω, παρατώ, αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη, εγκαταλείπω, αφήνω, εγκαταλείπω, μένω δίπλα σε κπ, κάνω κπ πέρα, παραιτούμαι, φεύγω από το πατρικό μου, κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα, βγαίνω καμαρωτά, αυτός που τα παρατάει, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, χάνω κάθε ελπίδα να κάνω κτ, δεν κρεμάω κπ, παραμελώ, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, αψηφώ την παράδοση, εγκαταλείπω, εγκαταλείπω, παρατάω, ξεφορτώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης abandono
εγκαταλείπω, παρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El conductor del auto que iba ganando abandonó la carrera por un problema en el motor. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος εγκατέλειψε τον αγώνα γιατί είχε μηχανικά προβλήματα. |
εγκαταλείπω, αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La familia abandonó su casa y huyó del país. Η οικογένεια εγκατέλειψε το σπίτι της κι έφυγε από τη χώρα. |
εγκαταλείπω, κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Va a ser difícil, pero voy a tratar de abandonar el chocolate para la cuaresma. Θα είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να κόψω τη σοκολάτα τη Σαρακοστή. |
εγκαταλείπω, αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No voy a abandonar este proyecto; mi plan es terminarlo. Δε θα εγκαταλείψω αυτό το πρότζεκτ. Σχεδιάζω να το συνεχίσω μέχρι να τελειώσει. |
αφήνω(persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dejó a su esposa en casa y se fue con sus amigos el viernes por la noche. Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susana dejó su libro en el tren. Η Σούζαν άφησε το βιβλίο της στο τρένο. |
απαρνούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El soldado decidió abandonar sus responsabilidades para con su país y desertó. Ο στρατιώτης αποφάσισε να απαρνηθεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στην πατρίδα του και λιποτάκτησε. |
αποκηρύσσω(creencias) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian eventualmente abandonó sus creencias racistas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Απαρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση της με την συγκεκριμένη συνωμοσία. |
απορρίπτω, εγκαταλείπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abandoné el auto que me dio mi padre por uno nuevo de mi padrastro. |
παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσωverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando su marido volvió, decidió abandonar su rol como sostén de la familia. |
εγκαταλείπω, παρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nunca debes abandonar tus sueños. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom decidió abandonar la carrera cuando se torció el tobillo en vez de arriesgarse a que empeorara la lesión. Ο Τομ αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αγώνα όταν στραμπούληξε τον αστράγαλό του αντί να διακινδυνεύσει να τραυματιστεί χειρότερα. |
εγκαταλείπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al crecer, se fue alejando de la iglesia. |
βγαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abandonamos la carretera principal y nos dirigimos hacia el campo. Βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο και οδηγήσαμε προς την εξοχή. |
διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abandoné el pueblo y fijé mis ojos en nuevos horizontes. Απομακρύνθηκα από την πόλη και κάρφωσα το βλέμμα μου στον ορίζοντα. |
παρατάω, παρατώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El proyecto terminó siendo muy caro y Karen lo abandonó. Το πρότζεκτ αποδείχτηκε υπερβολικά ακριβό, έτσι η Κάρεν το παράτησε (or: άφησε). |
εγκαταλείπω(a alguien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El barco abandonó a un marinero en la isla porque robó suministros. Το πλοίο παράτησε έναν ναύτη στο νησί γιατί έκλεβε προμήθειες. |
παραιτούμαι από κτverbo transitivo Emily abandonó su campaña por conseguir mejores condiciones de trabajo cuando se dio cuenta de que nunca iba a ganar. Η Έμιλυ εγκατέλειψε την καμπάνια για καλύτερες συνθήκες εργασίας, συνειδητοποιώντας ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει ποτέ. |
αποσύρομαι από κτ
La lesión del jugador lo obligó a abandonar la competencia. Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα. |
εξαντλούμαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Había estado enfermo tanto tiempo que sus ganas de vivir finalmente lo abandonaron. Ήταν άρρωστος για τόσο πολύ καιρό που η διάθεσή του να ζήσει τελικά εξαντλήθηκε. |
αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hemos decidido abandonar el asunto. Αποφασίσαμε να μην ασχοληθούμε άλλο με το θέμα. |
εγκαταλείπω(militar) (χωρίς άδεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En el medio de la confusión el soldado abandonó su puesto. Εν μέσω της γενικότερης ταραχής, ο στρατιώτης εγκατέλειψε το πόστο του. |
παρατάω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom se marchó conduciendo y dejó a Ian abandonado en medio de la nada. Ο Τομ έφυγε με το αυτοκίνητο αφήνοντας τον Ίαν στη μέση του πουθενά. |
εγκαταλείπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella abandonó el proyecto. Εκείνη παράτησε το πρότζεκτ. |
εγκαταλείπω τη θέση μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Abandonó su puesto y se lo vio por última vez corriendo hacia el fondo. Λιποτάκτησε και τελευταία φορά τον είδαν να τρέχει στα μετόπισθεν. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El proyecto fue abandonado cuando se descubrió que no era rentable. Decidió abandonar la clase de geología. Αποφάσισε να αφήσει το μάθημα της γεωλογίας. |
αποσύρωverbo transitivo (una postura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo que abandonar mi postura. Tienes razón. |
αποχωρώ από κτ
Carlos abandonó el proyecto cuando la firma dejó de pagarle. |
παρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuvo que dejar la escuela antes de obtener el título. Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών. |
αποκηρύσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El presidente renunció a su postura antiaborto. |
εγκαταλείπω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los huelguistas dijeron que no iban a dejar su campaña de acción. Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους. |
απαρνούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El alcohólico juró dejar su adicción. Ο αλκοολικός ορκίστηκε να εγκαταλείψει τον εθισμό του. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si nadie se va, tendremos miembros suficientes para continuar. |
πάω πάσο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Richard decidió retirarse en vez de arriesgar todo su dinero. Ο Ρίτσαρντ αποφάσισε να πάει πάσο παρά να ρισκάρει όλα του τα χρήματα. |
τα παρατάω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uno por uno los miembros del grupo se fueron hasta que solamente quedó Nelson. Ένα ένα τα μέλη της ομάδας αποχώρησαν μέχρι που είχε μείνει μόνο ο Νέλσον. |
πετάω, πετώ(un plan) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta idea nunca va a funcionar, vamos a descartarla y empezar de nuevo. |
φεύγω από κτ
Lucy salió de la entrevista sintiéndose confiada de haber obtenido el trabajo. |
κόβω την συνήθεια
|
εγκαταλείπω στη μοίρα του, αφήνω στην τύχη του(κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El museo local sacó la entrada, ahora es gratis ingresar. |
παραιτούμαι από κτ
Allison renunció a su derecho sobre el terreno. Η Άλισον παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της γης. |
κάνω στην άκρη, κάνω πέρα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hicieron a un lado los planes de construir un centro comercial debido a la necesidad de construir más viviendas. Έκαναν στην άκρη τα σχέδια για ένα νέο εμπορικό κέντρο λόγω της ανάγκης κατασκευής εκατοντάδων νέων κατοικιών. |
μένω πίσωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Apúrate y súbete al autobús o te dejarán atrás! |
βγαίνω(από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si oyen la alarma de incendios, hagan el favor de salir del edificio de manera ordenada. Αν ακούσετε τον συναγερμό πυρκαγιάς παρακαλώ εξέλθετε του κτιρίου με τάξη. |
χωρίς μέτρο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los comensales hambrientos se lanzaron a comer con desenfreno. Οι πεινασμένοι πελάτες καταβρόχθισαν το γεύμα τους χωρίς μέτρο. |
παραμέληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Arrestaron a la madre de Kate por abandono. Η μητέρα της Κέιτ συνελήφθη για παραμέληση ανηλίκου. |
εγκατάλειψη(κάποιου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pidió el divorcio alegando abandono. Υπέβαλε αίτηση διαζυγίου εξαιτίας εγκατάλειψης. |
παραμέληση, αμέλεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mansión, antes hogar de empleados e invitados, ha caído en el abandono. |
εγκατάλειψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παύση, διακοπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγκατάλειψη, παράδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El abandono de tus demandas previas puede ayudar a que las negociaciones avancen. |
εγκατάλειψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παιδική κακοποίησηnombre masculino (negligencia) No cubrir las necesidades básicas es una forma de abandono infantil. |
αποχώρηση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El abandono de la generación más joven está perjudicando el poder en el partido político. Η απομάκρυνση της νεότερης γενιάς βλάπτει τη δύναμη του πολιτικού κόμματος. |
χοντροκοπιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόσυρση, αποχώρησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Audrey ganó el campeonato después del abandono de su oponente. |
παραχώρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La renuncia al poder por parte del expresidente fue celebrada por sus oponentes. |
κάνω ρενόνς(naipes) (χαρτοπαίγνιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μείωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Beber alcohol conduce a la pérdida de las inhibiciones. |
ερείπωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El viejo teatro, antes majestuoso y grandioso, estaba ahora en mal estado. |
κακογουστιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγκαταλείπω, αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack abandonó a su novia y nunca le volvió a hablar. Ο Τζακ εγκατέλειψε την κοπέλα του και δεν της ξαναμίλησε ποτέ. |
απομακρύνομαι, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sonó la alarma de incendios y todos tuvieron que irse. Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο. |
αυτός που διακόπτει τη φοίτηση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El Ministerio de Educación ve con preocupación el aumento en el número de desertores escolares. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι παρατήσουν το λύκειο. |
απελπίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando buscas empleo, la clave es no abandonar las esperanzas. |
φεύγω από τον τόπο(πχ του ατυχήματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tras atropellarla, el hombre huyó del lugar del accidente. |
φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abandoné el país hace cinco años cuando me mudé a España. |
φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιάlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando están preparados para vivir por sí mismos, los pájaros abandonan el nido. |
παρατάω, παρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εγκαταλείπωlocución verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω, εγκαταλείπωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su padre abandonó a la familia cuando ella era joven. Ο πατέρας της άφησε (or: εγκατέλειψε) την οικογένεια όταν ήταν μικρή. |
μένω δίπλα σε κπ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κπ πέρα(καθομιλουμένη, μτφ) |
παραιτούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El equipo nunca perdió la esperanza de ganar. |
φεύγω από το πατρικό μουlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ya es mayorcito, ya era hora de que abandonara el nido y comenzara a vivir por su cuenta. |
κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυραlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando acabé de declarar, el juez me pidió que abandonara el estrado. Μόλις τελείωσα με την κατάθεσή μου ο δικαστής μου είπε ότι μπορούσα να κατέβω από το εδώλιο του μάρτυρα. |
βγαίνω καμαρωτάlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ignoró y abandonó el lugar con arrogancia. |
αυτός που τα παρατάει(από διαγωνισμό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las personas que abandonaron la competencia no pudieron tolerarla. Αυτοί που τα παράτησαν δεν μπορούσαν να διαχειριστούν πλέον τον ανταγωνισμό. |
εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su novio la dejó cuando descubrió que estaba embarazada de otro hombre. Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παράτησε τη γυναίκα του όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα. |
χάνω κάθε ελπίδα να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La pareja había perdido la esperanza de tener un hijo. |
δεν κρεμάω κπ(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No estaba preocupada porque sabía que él estaría ahí para mí. Δεν ανησυχούσα γιατί ήξερα ότι δε θα με κρεμούσες. |
παραμελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Larry abandonó a sus hijos porque era alcohólico. Ο Λάρι παραμελούσε τα παιδιά του επειδή ήταν αλκοολικός. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de que perdió su dinero, sus amigos lo abandonaron. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Την παράτησε ο άντρας της για μια εικοσάρα. |
παρατάω, παρατώ(coloquial) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark está hecho una miseria desde que su novia lo dejó. Ο Μαρκ είναι χάλια από τότε που τον παράτησε η κοπέλα του. |
αψηφώ την παράδοση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando llegó la recesión, la compañía abandonó a Tim en el desempleo sin ofrecerle ninguna ayuda. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρατάω, ξεφορτώνομαι(coloquial) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abandono στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του abandono
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.