Τι σημαίνει το vinnuveitandi στο Ισλανδικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vinnuveitandi στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vinnuveitandi στο Ισλανδικό.

Η λέξη vinnuveitandi στο Ισλανδικό σημαίνει εργοδότης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vinnuveitandi

εργοδότης

nounmasculine

Sem vinnuveitandi ūinn hef ég rétt á útskũringu.
Ως εργοδότης, έχω δικαίωμα να μάθω τις λεπτομέρειες.

Δείτε περισσότερα παραδείγματα

Vinnuveitandi í Tokyo hrósar til dæmis mjög alsírskum starfsmanni sínum sem vinnur erfiðisvinnu.
Κάποιος εργοδότης στο Τόκιο μιλάει με ενθουσιασμό για τον Αλγερινό υπάλληλό του, που κάνει χειρονακτική εργασία.
Hann og vinnuveitandi hans, sem var líka vottur, voru ekki sömu skoðunar um laun sem hann átti inni.
Διαφωνούσε με τον Χριστιανό εργοδότη του για τους μισθούς που του οφείλονταν.
Ūetta er ég, Mattie Ross, vinnuveitandi ūinn.
Είμαι η Μάτι Ρος, η εργοδότριά σας.
Sem vinnuveitandi ūinn hef ég rétt á útskũringu.
Ως εργοδότης, έχω δικαίωμα να μάθω τις λεπτομέρειες.
Hann er gķđur vinnuveitandi.
Είναι καλός εργοδότης.
Viðskiptin gætu verið þess eðlis að einn sé vinnuveitandi og annar starfsmaður.
Η επαγγελματική τους σχέση μπορεί να είναι σχέση εργοδότη και εργαζομένου.
Vinnuveitandi nokkur hreifst svo af því hvað brautryðjandasystir var staðráðin í að sækja allar safnaðarsamkomur og öll mót að hann kom og var viðstaddur heilan mótsdag!
Κάποιος εργοδότης εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την αποφασιστικότητα που έδειχνε μια σκαπάνισσα να παρακολουθεί όλες τις συναθροίσεις και τις συνελεύσεις ώστε πέρασε και αυτός μία ολόκληρη μέρα στη συνέλευσή της!
Jekyll er alltof velviljaður vinnuveitandi
Ο δρ Τζέκυλ είναι υπερβολικά καλόβολος εργοδότης
Þú lætur sem Alec væri faðir þinn, ekki vinnuveitandi
Φέρεσαι σαν να ήταν πατέρας σου ο Αλεκ, αντί για αφεντικό σου
Það er staðreynd að sérhver vinnuveitandi er fús til að greiða karlmanni hærra kaup en konu fyrir sömu vinnu vegna þess að hann hefur ástæðu til að ætla að maðurinn skili henni betur af hendi.“
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι κάθε εργοδότης είναι πρόθυμος να δώσει σ’ έναν άντρα περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι θα έδινε σε μια γυναίκα για την ίδια εργασία, επειδή έχει λόγους να πιστεύει ότι ο άντρας θα την κάνει καλύτερα».
Ef þú ert vinnuveitandi, fylgir þú þá meginreglunni: „Verður er verkamaðurinn launa sinna,“ þegar þú átt að greiða starfsmönnum þínum, sem eru vottar, laun?
Ή, αν είστε εργοδότης, εφαρμόζετε την αρχή «Άξιος είναι ο εργάτης του μισθού αυτού», όταν πρόκειται για την πληρωμή των Μαρτύρων που είναι υπάλληλοί σας;
Vinnuveitandi minn tók eftir að ástandið heima fór versnandi.
Ο εργοδότης μου διέκρινε ότι στο σπίτι μου τα πράγματα χειροτέρευαν για εμένα.
Kristinn maður ætti ekki heldur að líta á það sem réttindi sín að fá frí úr vinnu eða njóta annarrar greiðasemi, svo sem afnota af vélum eða farartækjum, aðeins sökum þess að vinnuveitandi hans er bróðir í trúnni.
Ούτε θα πρέπει ο Χριστιανός να νομίζει πως δικαιούται ελεύθερο χρόνο από την εργασία του ή άλλα προνόμια, όπως είναι η χρήση μηχανημάτων ή αυτοκινήτων, επειδή ο εργοδότης του είναι ομόπιστος.
10 Þá gæti sú staða komið upp að vinnuveitandi þröngvi skoðunum sínum upp á starfsmennina og vilji að allir taki þátt í einhverri þjóðernislegri hátíð eða óbiblíulegum fagnaði.
10 Σε άλλες περιπτώσεις, ένας εργοδότης ίσως επιβάλλει τις απόψεις του στους υπαλλήλους του και μπορεί να θέλει να συμμετάσχουν όλοι σε κάποια εθνικιστική εκδήλωση ή σε έναν αντιγραφικό εορτασμό.
Elaine er vinnuveitandi hennar.
Η Ελέιν είναι η αφεντικίνα της.
Árstekjur hans numu meira en einni milljón króna auk þess sem hann hafði kostnaðarreikning er vinnuveitandi greiddi og afnot af bifreið í eigu fyrirtækis.
Κέρδιζε πάνω από 25.000 δολάρια, (3.400.000 δραχμές) το χρόνο, και εκτός απ’ αυτά του παρεχόταν ένας προσωπικός λογαριασμός εξόδων και η χρήση ενός αυτοκινήτου της εταιρίας.
Við ættum að halda ró okkar þegar yfirmaður eða vinnuveitandi finnur að okkur eða leiðréttir.
Όταν μας επικρίνει ή μας διορθώνει κάποιος προϊστάμενος ή εργοδότης, είναι σοφό να παραμένουμε ήρεμοι.
46:2) Vinnuveitandi gæti hikað við að gefa okkur frí til að sækja mót eða við gætum átt við ýmis vandamál að stríða innan fjölskyldunnar.
46:1) Παραδείγματος χάρη, ίσως ο εργοδότης μας είναι απρόθυμος να μας δώσει άδεια για να παρακολουθήσουμε κάποια συνέλευση ή μπορεί να αντιμετωπίζουμε κάποια δύσκολη κατάσταση στην οικογενειακή μας ζωή.
(Títusarbréfið 2: 6, 7) Sérhver skírður kristinn maður verður betri nágranni, verkamaður eða vinnuveitandi.
(Τίτον 2:6, 7) Ο κάθε βαφτισμένος Χριστιανός γίνεται καλύτερος γείτονας, εργοδότης ή υπάλληλος.
Vinnuveitandi ætti aldrei að láta sér finnast hann skör hætta settur en trúbróðir hans sem vinnur hjá honum, heldur muna að þeir eru báðir þrælar Jehóva, jafnir fyrir honum.
Ο εργοδότης ποτέ δεν πρέπει να αισθάνεται ότι είναι ανώτερος από κάποιον ομόπιστό του που εργάζεται γι’ αυτόν, αλλά θα πρέπει να θυμάται ότι και οι δύο είναι δούλοι του Ιεχωβά, ίσοι στα μάτια Του.
Segjum sem svo að vinnuveitandi þinn vilji að þú vinnir reglulega á samkomutímum.
Γιατί χρειάζεται πίστη και θάρρος για να κρατάμε το μάτι μας απλό;
(Hebreabréfið 13:18) Ef vinnuveitandi biður okkur að gera eitthvað óheiðarlegt söfnum við kjarki til að fylgja leiðbeiningum Guðs og vitum að hann blessar alltaf slíka ráðvendni.
(Εβραίους 13:18) Αν κάποιος εργοδότης θέλει να κάνουμε κάτι ανέντιμο, επιστρατεύουμε το θάρρος μας για να προσκολληθούμε στις κατευθύνσεις του Θεού—και ο Ιεχωβά ευλογεί πάντοτε μια τέτοια πορεία.
Fyrrverandi vinnuveitandi bauð mér gott skrifstofustarf en ég vildi heldur vinna við ræstingar svo að ég gæti verið meira með Saúl og sinnt honum eftir að hann kæmi heim úr skólanum.
Ένας πρώην εργοδότης μού πρόσφερε μια καλή εργασία γραφείου, αλλά εγώ προτίμησα να εργάζομαι ως καθαρίστρια ώστε να μπορώ να αφιερώνω περισσότερο χρόνο στον Σαούλ και να είμαι μαζί του όταν γυρνούσε από το σχολείο.
13 Traust okkar á Jehóva, samfara guðsótta, gerir okkur einbeitt í því sem rétt er ef vinnuveitandi hótar okkur uppsögn ef við neitum að taka þátt í óheiðarlegum viðskiptaaðferðum.
13 Η εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά, σε συνδυασμό με το θεοσεβή φόβο, θα μας κάνει να υποστηρίζουμε σταθερά αυτό που είναι σωστό αν κάποιος εργοδότης μάς απειλήσει ότι θα χάσουμε την εργασία μας αν αρνηθούμε να συμμετάσχουμε σε ανέντιμες εμπορικές πράξεις.
Stundum skjóta upp kollinum neyðarlegar athugasemdir eða myndir síðar meir. Til dæmis getur tilvonandi vinnuveitandi rekist á þær þegar hann leitar upplýsinga um umsækjanda.
Μερικές φορές, σχόλια και φωτογραφίες που εκθέτουν ένα άτομο ανακαλύπτονται αργότερα —για παράδειγμα από κάποιον μελλοντικό εργοδότη που ερευνά το ιστορικό ενός υποψηφίου.

Ας μάθουμε Ισλανδικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vinnuveitandi στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.

Γνωρίζετε για το Ισλανδικό

Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.