Τι σημαίνει το verja στο Ισλανδικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης verja στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του verja στο Ισλανδικό.

Η λέξη verja στο Ισλανδικό σημαίνει αμύνομαι, προστασία, προστατεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης verja

αμύνομαι

verb

Og þriðja grein segir að véImenni megi verja sig
Ναι, αλλά ο τρίτος νόμος λέει ότι το ρομπότ μπορεί να αμυνθεί

προστασία

noun

Við skulum hafa að forgangi að verja tíma með fjölskyldunni.
Ας είμαστε στην πρώτη γραμμή για την προστασία του χρόνου για την οικογένεια.

προστατεύω

verb

Og verkefni varnarmanns er ađ verja miđframherja fyrir ūví sem hann sér ekki.
Η δουλειά του αριστερού αμυντικού είναι να προστατεύει τον πασαδόρο, από αυτό που δε βλέπει.

Δείτε περισσότερα παραδείγματα

Viđ höldum ķtrauđ áfram ađ verja mannkyniđ og allt ūađ sem er gott og réttlátt í heiminum.
Για να αμυνθούμε για το ανθρώπινο γένος. Για ό, τι είναι καλό και δίκαιο στον κόσμο μας.
Þeir sem geta ekki gerst aðstoðarbrautryðjendur hafa oft á tíðum gert ráðstafanir til að verja auknum tíma til prédikunarstarfsins sem safnaðarboðberar.
Όσοι δεν είναι σε θέση να υπηρετήσουν ως βοηθητικοί σκαπανείς διευθετούν συχνά να δαπανούν περισσότερο χρόνο στο έργο κηρύγματος ως ευαγγελιζόμενοι.
Ég held ađ ūú sért sjúkur tíkarsonur og hafir drepiđ barn til ađ verja ūig.
Πιστεύω, είσαι κάθαρμα και σκότωσες ένα παιδί, για να λύσεις το πρόβλημά σου.
Þú getur unnið bug á óttanum við að verja trú þína.
Μπορείς να ξεπεράσεις το φόβο που νιώθεις να υπερασπιστείς τα πιστεύω σου
Vandlæting Davíðs var jákvæð afbrýði sem þýddi að hann umbar enga samkeppni við Jehóva og sætti sig ekki við að kastað væri rýrð á hann. Davíð hafði sterka löngun til að verja orðstír eða málstað Jehóva.
Ο ζήλος του Δαβίδ ήταν ζηλοτυπία με τη θετική έννοια, η οποία υποδηλώνει τη μη ανοχή ανταγωνισμού ή ονειδισμού, την ισχυρή παρόρμηση που νιώθει κάποιος να προστατέψει ένα καλό όνομα ή να διορθώσει μια βλάβη.
Ég veit að löggan stöðvar glæpi en það er réttur allra að verja sig, karla og kvenna
Ξέρω ότι είναι δουλειά τής αστυνομίας να εμποδίζει το έγκλημα...... αλλά είναι δικαίωμα του κάθενός να αμυνθεί, άντρας ή γυναίκα
Þetta var fyrir næstum 35 árum og mig grunaði ekki þá, að fyrir mér ætti að liggja að verja nokkrum árum þjónustu minnar á Vestur-Afríkusvæði kirkjunnar, sem einn af hinum Sjötíu, meðal trúaðra og staðfastra, sem opinberunin um prestdæmið árið 1978 hafði svo mikil áhrif á.
Αυτό ήταν πριν από σχεδόν 35 χρόνια και εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα ότι θα περνούσα αρκετά έτη από τη διακονία μου στους Εβδομήκοντα στην Περιοχή της Δυτικής Αφρικής της Εκκλησίας ανάμεσα σε πιστούς ανθρώπους των οποίων η ζωή θα επηρεαζόταν τόσο από την αποκάλυψη του 1978 για την ιεροσύνη.
* Ákveða að verja meiri tíma með ástvinum okkar.
* Αποφασίσουμε να δαπανούμε περισσότερο χρόνο με όσους αγαπούμε.
Ef óhróður fjölmiðla vekur upp fordóma sem tálma prédikunarstarfi okkar má vera að fulltrúar útibús Varðturnsfélagsins taki frumkvæðið að því að verja sannleikann með einhverjum viðeigandi ráðum.
Αν διάφορες αρνητικές ειδήσεις από τα μέσα ενημέρωσης δημιουργούν προκατάληψη η οποία παρεμποδίζει το έργο κηρύγματος που επιτελούμε, κάποιοι εκπρόσωποι του γραφείου τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά μπορεί να πάρουν την πρωτοβουλία να υπερασπιστούν την αλήθεια με ορισμένα κατάλληλα μέσα.
Fjölskyldur geta haft mikla gleði af því að verja heilu dögunum í boðunarstarfinu.
Οι οικογένειες μπορούν να νιώσουν πραγματική χαρά δαπανώντας κατά καιρούς όλοι μαζί μια ολόκληρη ημέρα στη διακονία.
Í einstaka tilfelli gæti bróðir verið tilneyddur að höfða mál á móti til að verja sig í málaferlum.
Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες ένας αδελφός ίσως θεωρεί ότι είναι αναγκασμένος να κάνει ανταγωγή για να προστατευτεί όταν έχει κατατεθεί αγωγή εναντίον του.
Að sjálfsögðu þurfum við að „tala orð Guðs óttalaust“ og stundum að verja trúna djarfmannlega.
Ομολογουμένως, μερικές φορές χρειάζεται να “αναγγέλλουμε το λόγο του Θεού άφοβα”, υπερασπιζόμενοι με τόλμη την πίστη μας.
Borgin var samanþjöppuð og því var auðvelt að verja hana.
Η πόλη ήταν πυκνοδομημένη, πράγμα που διευκόλυνε την υπεράσπισή της.
(Matteus 2:7-23) Í bókinni er síðan bent á hvernig hægt sé að kenna ungum börnum að verja sig ef einhver reynir að misnota þau kynferðislega.
(Ματθαίος 2:7-23) Το βιβλίο δείχνει στη συνέχεια πώς μπορούν ακόμη και τα μικρά παιδιά να διδαχτούν να προστατεύουν τον εαυτό τους αν κάποιος επιχειρήσει να τα κακοποιήσει.
Bæði sportveiðimenn og sjómenn hafa töluverð áhrif, og stjórnmálamenn hafa sterkari tilhneigingu til að verja vinsældir sínar en vernda fiskstofna.
Εφόσον τόσο εκείνοι που ψαρεύουν για αναψυχή όσο και οι επαγγελματίες ψαράδες έχουν ισχυρή επιρροή, οι πολιτικοί τείνουν να κάνουν αυτό που θα αυξήσει τη δημοτικότητά τους και όχι αυτό που θα προστατέψει τα αποθέματα ψαριών.
(Postulasagan 23:27) Síðar gat hann notfært sér rómversk lög til að verja trú sína frammi fyrir keisaranum.
(Πράξεις 23:27) Αργότερα, ο ρωμαϊκός νόμος τού επέτρεψε να υπερασπιστεί νομικά την πίστη του ενώπιον του Καίσαρα.
Sumir unglingar verja óhóflegum tíma á Netinu.
Κάποιοι έφηβοι δαπανούν υπερβολικό χρόνο στο Ίντερνετ.
Ert þú farinn að verja fleiri stundum til veraldlegrar vinnu aðeins til að geta viðhaldið þeim lífsstíl sem þú ert orðinn vanur?
Μήπως διαπιστώνετε ότι εργάζεστε περισσότερες ώρες στην κοσμική σας εργασία, απλώς για να διατηρείτε τον τρόπο ζωής στον οποίο έχετε συνηθίσει;
Ungan mann, Alan að nafni, langaði til dæmis til að verja meiri tíma til hinnar kristnu þjónustu.
Για παράδειγμα, ένας νεαρός που λέγεται Άλαν ήθελε να διαθέτει περισσότερο χρόνο στη χριστιανική διακονία.
* Stúlkan ætti að verja 10 klukkustundum að lágmarki í hvert verkefni.
* Μια νέα γυναίκα πρέπει να αφιερώσει τουλάχιστον δέκα ώρες για κάθε σχέδιο αξίας.
5 Endurskoðaðu aðstæður þínar: Aðstæður manna breytast sífellt. Það er því gott að íhuga öðru hverju hvort við getum skapað okkur tækifæri til að verja meiri tíma til boðunarstarfsins.
5 Αξιολογήστε τις Περιστάσεις Σας: Εφόσον οι προσωπικές περιστάσεις αλλάζουν συχνά, είναι καλό να εξετάζουμε κατά καιρούς αν μπορούμε να κάνουμε προσαρμογές ώστε να έχουμε πληρέστερη συμμετοχή στο έργο κηρύγματος.
Megum við vera hrein og hugrökk við að verja áætlun himnesks föður og hlutverk sonar hans, frelsara okkar.
Είθε να είμαστε αγνοί και θαρραλέοι στη υπεράσπιση του σχεδίου του Επουράνιου Πατέρα μας και της αποστολής του Υιού Του, του Σωτήρα μας.
Þótt viturlegt sé að draga sig í hlé hvenær sem mögulegt er til að forðast ryskingar er rétt að gera ráðstafanir til að verja hendur sínar og leita hjálpar lögreglu ef við verðum fyrir barðinu á afbrotamanni.
Ενώ είναι σοφό να υποχωρούμε οποτεδήποτε είναι εφικτό προκειμένου να αποφύγουμε κάποια συμπλοκή, είναι κατάλληλο να αναλαμβάνουμε δράση για να προστατευτούμε και να ζητούμε τη βοήθεια της αστυνομίας αν πέσουμε θύματα εγκληματικής ενέργειας.
Sá boðskapur liggur eins og rauður þráður gegnum alla Biblíuna að hið himneska ríki eigi að verja rétt Jehóva Guðs til að stjórna jörðinni.
Η δικαίωση της κυριαρχίας του Ιεχωβά Θεού μέσω της ουράνιας Βασιλείας είναι το θέμα της Γραφής.
Til eru þeir, sem svo gjarnan vildu vera þar sem við erum, en eru þess í stað að þjóna á sjúkrahúsum, við öryggisþjónustu eða að hætta eigin lífi við að verja okkur, í einhverri eyðimörk eða frumskógi.
Υπάρχουν κάποιοι που θα ήθελαν να είναι εκεί που είμαστε, όμως αντ’ αυτού υπηρετούν σε νοσοκομεία και προσφέρουν δημόσια ασφάλεια ή μας υπερασπίζονται με κίνδυνο της ζωής τους σε κάποια έρημο ή ζούγκλα.

Ας μάθουμε Ισλανδικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του verja στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.

Γνωρίζετε για το Ισλανδικό

Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.