Τι σημαίνει το upgraded στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης upgraded στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του upgraded στο Αγγλικά.
Η λέξη upgraded στο Αγγλικά σημαίνει αναβαθμίζω, προάγω, αναβαθμίζω κτ σε κτ, κάνω αναβάθμιση, αναβάθμιση, αναβάθμιση, προαγωγή, αναβάθμιση, <div>αναβάθμιση συσκευής</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>, αναβαθμίζω, αναβαθμίζω, βελτιώνω, κάνω αναβάθμιση του/της, μαζική αναβάθμιση, αναβάθμιση λογισμικού, αναβάθμιση λογισμικού, εξαρτήματα αναβάθμισης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης upgraded
αναβαθμίζωtransitive verb (install newer software) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Glenn is upgrading his operating system. Ο Γκλεν αναβαθμίζει το λειτουργικό του σύστημα. |
προάγωtransitive verb (promote to next level) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The board decided to upgrade Elizabeth to manager. Η επιτροπή αποφάσισε να προάγει την Ελισάβετ σε διευθύντρια. |
αναβαθμίζω κτ σε κτtransitive verb (allocate a better seat, hotel, etc.) The airline company upgraded Dan to business class. Η αεροπορική εταιρεία αναβάθμισε το εισιτήριο του Νταν σε διακεκριμένης θέσης. |
κάνω αναβάθμισηintransitive verb (acquire newer software) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This software is really out of date; you need to upgrade, if you want to stay competitive. Αυτό το λογισμικό είναι πραγματικά ξεπερασμένο· πρέπει να κάνεις αναβάθμιση εάν θέλεις να είσαι ανταγωνιστικός. |
αναβάθμισηnoun (act of upgrading) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The council hoped the upgrade of the public transport system would lead to more people using it, instead of cars. Το συμβούλιο ήλπιζε ότι η αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος μεταφορών θα οδηγούσε στο να το χρησιμοποιούν περισσότεροι άνθρωποι αντί για αυτοκίνητα. |
αναβάθμισηnoun (computing: newer software) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Now we've completed the upgrade of our software, we shouldn't have a problem opening files anymore. Τώρα που ολοκληρώσαμε την αναβάθμιση του λογισμικού μας, δεν θα πρέπει να έχουμε πια πρόβλημα στο να ανοίγουμε αρχεία. |
προαγωγήnoun (promotion to next level) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Agatha is hoping for an upgrade at her next performance review. Η Αγκάθα ελπίζει σε μια προαγωγή στην επόμενη αξιολόγηση απόδοσης. |
αναβάθμισηnoun (better seat, hotel, etc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We were really lucky on our holiday; we got an upgrade to a luxury suite. Ήμασταν πραγματικά τυχεροί στις διακοπές μας· μας έκαναν αναβάθμιση σε πολυτελή σουίτα. |
<div>αναβάθμιση συσκευής</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>noun (new mobile phone) Some mobile phone contracts include a free yearly upgrade. |
αναβαθμίζωtransitive verb (increase rating of: stocks) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναβαθμίζωtransitive verb (improve, modernize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We plan to upgrade all our company's systems to bring them more in line with the needs of today's customers. |
βελτιώνωtransitive verb (raise the quality of [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Since they've had that new teacher, all the children in this class have upgraded their English skills. |
κάνω αναβάθμιση του/τηςtransitive verb (mobile phone: get newer model) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Some people upgrade their phone every time a new model comes out, others keep the same phone for years. |
μαζική αναβάθμισηnoun (computing: software update) (πληροφορική) |
αναβάθμιση λογισμικούnoun (updated version of a computer program) (Η/Υ: πρόγραμμα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αναβάθμιση λογισμικούnoun (updating a computer program) (Η/Υ: διαδικασία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εξαρτήματα αναβάθμισηςplural noun (components to enhance [sth]) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του upgraded στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του upgraded
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.