Τι σημαίνει το tollur στο Ισλανδικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tollur στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tollur στο Ισλανδικό.
Η λέξη tollur στο Ισλανδικό σημαίνει δασμός, τελωνείο, τελωνειακές αρχές, τελωνειακός, Δασμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tollur
δασμός(customs) |
τελωνείο(customs) |
τελωνειακές αρχές(customs) |
τελωνειακός(customs) |
Δασμός(tariff) |
Δείτε περισσότερα παραδείγματα
Ef enginn borgast tollur drekkum viđ aldrei kollur. Κι αν δεν πληρωθώ δεν θα στυλωθώ. |
En tollur er tollur...... og kollur eru kollur Το χρήμα χρήμα...... και το φα φα |
En tollur er tollur og kollur eru kollur. Το χρήμα χρήμα και το φα φα. |
(Matteus 9:10; 21:31, 32; Markús 2:15; Lúkas 7:34) Þar eð byrðar fólks voru nánast óbærilegar er engin furða að Páll postuli skyldi telja nauðsynlegt að minna kristna bræður sína á að ergja sig ekki yfir oki Rómverja heldur ‚gjalda öllum það sem skylt er: Þeim skatt, sem skattur ber, þeim toll, sem tollur ber.‘ — Rómverjabréfið 13:7a; samanber Lúkas 23:2. (Ματθαίος 9:10· 21:31, 32· Μάρκος 2:15· Λουκάς 7:34) Εφόσον οι άνθρωποι ένιωθαν ένα σχεδόν αβάσταχτο βάρος, δεν προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι ο απόστολος Παύλος ένιωσε την ανάγκη να υπενθυμίσει στους συγχριστιανούς του να μην αγανακτούν υπό το ρωμαϊκό ζυγό αλλά να ‘αποδίδουν σε όλους αυτά που τους οφείλονται, σε εκείνον που ζητάει το φόρο, το φόρο· σε εκείνον που ζητάει το φόρο υποτελείας, το φόρο υποτελείας’.—Ρωμαίους 13:7α· παράβαλε Λουκάς 23:2. |
Gjaldið öllum það sem skylt er: Þeim skatt, sem skattur ber, þeim toll, sem tollur ber.“ Να αποδίδετε σε όλους αυτά που τους οφείλονται, σε εκείνον που ζητάει το φόρο, το φόρο· σε εκείνον που ζητάει το φόρο υποτελείας, το φόρο υποτελείας». |
Ef enginn borgast tollur drekkum við aldrei kollur Κι αν δεν πληρωθώ δεν θα στυλωθώ |
Sjá einnig notkun gríska orðsins telos, sem hér er þýtt „tollur,“ í Matteusi 17:25. Βλέπε επίσης τη χρήση της λέξης ‘δασμός [τέλος, Κείμενο]’ στο εδάφιο Ματθαίος 17:25, ΚΔΤΚ. |
(Daníel 2: 44) Við gjöldum því „öllum það sem skylt er: Þeim skatt, sem skattur ber, þeim toll, sem tollur ber, þeim ótta, sem ótti ber, þeim virðing, sem virðing ber.“ (Δανιήλ 2:44) Έτσι λοιπόν, “αποδίδουμε σε όλους αυτά που τους οφείλονται, σε εκείνον που ζητάει το φόρο, το φόρο· σε εκείνον που ζητάει τα τέλη, τα τέλη· σε εκείνον που ζητάει το φόβο, το φόβο· σε εκείνον που ζητάει την τιμή, την τιμή”. |
(Lúkas 20:25) Páll hvatti okkur: „Gjaldið öllum það sem skylt er: Þeim skatt, sem skattur ber, þeim toll, sem tollur ber, . . . þeim virðing, sem virðing ber.“ (Λουκάς 20:25) Ο Παύλος μάς παρότρυνε: «Να αποδίδετε σε όλους αυτά που τους οφείλονται, σε εκείνον που ζητάει το φόρο, το φόρο· σε εκείνον που ζητάει τα τέλη, τα τέλη· . . . σε εκείνον που ζητάει την τιμή, την τιμή». |
Hann talaði um að gjalda þeim „skatt, sem skattur ber, þeim toll, sem tollur ber.“ Είπε να αποδίδουμε ‘εις όντινα οφείλουμε τον φόρον τον φόρον, εις όντινα τον δασμόν τον δασμόν’. |
5 Páll heldur áfram: „Gjaldið öllum það sem skylt er: Þeim skatt, sem skattur ber, þeim toll, sem tollur ber, þeim ótta, sem ótti ber, þeim virðing, sem virðing ber.“ 5 Ο Παύλος συνεχίζει: «Απόδοτε . . . εις πάντας τα οφειλόμενα, εις όντινα οφείλετε τον φόρον τον φόρον, εις όντινα τον δασμόν τον δασμόν, εις όντινα τον φόβον τον φόβον, εις όντινα την τιμήν την τιμήν». |
Það kemur heim og saman við þennan skilning að grísku orðin fyrir „skattur“ og „tollur,“ sem Páll notar í Rómverjabréfinu 13:7, vísa sérstaklega til fjármuna sem greiddir eru ríkinu. Σε συμφωνία μ’ αυτό, οι λέξεις ‘φόρος’ και ‘δασμός [τέλος, Κείμενο]’ που χρησιμοποιεί ο Παύλος στο εδάφιο Ρωμαίους 13:7 αναφέρονται συγκεκριμένα σε χρήματα που καταβάλλονται στο Κράτος. |
Ας μάθουμε Ισλανδικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tollur στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ισλανδικό
Γνωρίζετε για το Ισλανδικό
Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.