Τι σημαίνει το tími στο Ισλανδικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tími στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tími στο Ισλανδικό.

Η λέξη tími στο Ισλανδικό σημαίνει χρόνος, ώρα, καιρός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tími

χρόνος

nounmasculine (διάσταση στην οποία τα γεγονότα ταξινομούνται από το παρελθόν στο παρόν και μετά στο μέλλον)

En ūađ hefur ekki veriđ mikill tími fyrir ástina.
Αλλά αυτό δεν άφηνε πολύ χρόνο για έρωτες.

ώρα

nounfeminine

Og ég held það sé kominn tími á að byrja þau.
Και νομίζω πως ήρθε η ώρα να κάνουμε μία.

καιρός

nounmasculine

Er tími til kominn ađ skipta um umhverfi.
́ Ισως είναι καιρός για μια αλλαγή σκηνικού.

Δείτε περισσότερα παραδείγματα

Tími gjafmildis
Εποχή γενναιοδωρίας
En ūađ hefur ekki veriđ mikill tími fyrir ástina.
Αλλά αυτό δεν άφηνε πολύ χρόνο για έρωτες.
Gerum okkur þó ljóst að hversu mjög sem við elskum einhvern getum við ekki stjórnað lífi hans, og ekki getum við heldur hindrað að „tími og tilviljun“ mæti ástvinum okkar.
Ωστόσο, πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι, ανεξάρτητα από το πόσο αγαπάμε κάποιον, δεν μπορούμε να ελέγχουμε τη ζωή του, ούτε μπορούμε να εμποδίζουμε “τους καιρούς και τις απρόβλεπτες περιστάσεις” να επηρεάζουν εκείνους που αγαπάμε.
Ūađ er enn tími.
Υπάρχει ακόμα χρόνος.
Á þann hátt munum við þrauka uns sá tími kemur að stríði sannleikas og blekkinganna er lokið.
Με αυτόν τον τρόπο θα υπομείνουμε μέχρι τον καιρό που θα τελειώσει ο πόλεμος ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος.
Það var enn ekki kominn tími til að aðgreina illgresið frá hveitinu, það er að segja falskristna menn frá þeim sönnu.
Δεν είχε έρθει ο καιρός για το διαχωρισμό των κατ’ απομίμηση Χριστιανών, που ήταν όμοιοι με ζιζάνια, από τους αληθινούς Χριστιανούς, το σιτάρι.
tími kæmi er auður Júdakonunga yrði fluttur til Babýlonar og ungir Gyðingar gerðir að hirðmönnum þar í borg.
Ο ναός υπήρχε ακόμη, και ο λαός συνέχιζε τις καθημερινές του ασχολίες όπως έκανε ήδη επί εκατοντάδες χρόνια.
Tími fyrir međaliđ!
Ώρα για το φάρμακο!
Ef hver meðlimur fjölskyldunnar mætir stundvíslega í fjölskyldunámið fer enginn tími til spillis.
Αν κάθε μέλος της οικογένειας έρχεται στην ώρα του στην οικογενειακή μελέτη, αυτό δίνει σε όλους λίγο χρόνο ακόμη.
4:14) „Tími og tilviljun“ mætir okkur öllum.
4:14) Κανένας δεν εξαιρείται από την «απρόβλεπτη περίσταση».
Ég hélt ūetta væri gķđur tími fyrir gjöfina mína.
Απλά σκέφτηκα ότι αυτή θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να μου δώσεις το δώρο μου.
17 Þá rann upp tími, ákveðinn af Jehóva, til að gefa krýndum syni sínum Jesú Kristi þau boð sem felast í orðunum í Sálmi 110:2, 3: „[Jehóva] réttir út þinn volduga sprota frá Síon, drottna þú mitt á meðal óvina þinna!
17 Αυτός ήταν ο από τον Θεό προσδιορισμένος καιρός για να δώσει ο Ιεχωβά στον ενθρονισμένο Γιο του Ιησού Χριστό την εντολή που είναι ενσωματωμένη στα λόγια του Ψαλμού 110:2, 3: «Εκ της Σιών θέλει εξαποστείλει ο Κύριος την ράβδον της δυνάμεώς σου· κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου.
33 Skipuleggðu fyrirfram til að áorka sem mestu: Mælt er með að notaður sé einhver tími í hverri viku til endurheimsókna.
33 Να Κάνετε Σχέδια εκ των Προτέρων για να Επιτελέσετε Περισσότερα: Γίνεται η σύσταση να αφιερώνουμε κάποιο χρόνο κάθε εβδομάδα κάνοντας επανεπισκέψεις.
Rífið þið hann fljótt af -- stuttur tími en mikill sársauki -- eða tekurðu plásturinn hægt af -- það tekur langan tíma, en hver sekúnda er ekki jafn sársaukafull -- hvor þessara aðferða er betri?
Το τραβάτε απότομα -- μικρή διάρκεια αλλά με μεγάλη ένταση -- ή το βγάζετε σιγά σιγά -- περισσότερος χρόνος, όμως κάθε δευτερόλεπτο είναι λιγότερο επίπονο Ποια είναι η σωστή προσέγγιση;
Hvenær er yfirleitt ‚tími til að þegja‘ andspænis óhróðri?
Όταν αντιμετωπίζουμε ονειδισμό, πότε είναι συνήθως “καιρός να σωπαίνουμε”;
Ūađ er of langur tími.
Είναι πολύ.
* Hve langur tími er það?
Πόσο θα διαρκούσε αυτή η περίοδος χρόνου;
(Lúkas 4:1; Markús 1:12) Þar gafst Jesú tími til að hugleiða vel deilumálið um drottinvald Guðs sem Satan hafði vakið upp, og þá lífsstefnu sem hann þurfti að taka til að styðja alvald Guðs.
(Λουκάς 4:1· Μάρκος 1:12) Εκεί, επί 40 ημέρες ο Ιησούς είχε το χρόνο να κάνει βαθείς στοχασμούς γύρω από το ζήτημα της κυριαρχίας το οποίο ήγειρε ο Σατανάς και γύρω από την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει ο Ίδιος για να υποστηρίξει την κυριαρχία του Ιεχωβά.
FúIt ađ trufla en ūađ er kominn tími til ađ tilkynna ballkķnginn og drottninguna.
Σας διακόπτω για να ανακοινώσουμε το βασιλιά και τη βασίλισσα του χορού.
Og eins og við skoðum fljótlega saman í biblíunámsbókinni bendir allt til þess að tími endalokanna standi yfir núna.
Και όπως θα δούμε σύντομα στη Γραφική μας μελέτη, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι τώρα ζούμε σε αυτή τη χρονική περίοδο.
Enn er tími.
Ακόμα προλαβαίνεις.
Jesús gaf Mörtu í skyn að sá tími kæmi er menn myndu lifa án þess nokkurn tíma að deyja.
Ο Ιησούς έδειξε στη Μάρθα ότι θα υπήρχε καιρός κατά τον οποίο οι άνθρωποι θα ζούσαν χωρίς να πεθαίνουν ποτέ.
Þú ert minn ( Langur, langur, langur tími síðan... )
Είσαι δικός μου ( Πολύ, πολύ, πολύ καιρό πριν... )
Hvað er til ráða ef „tími og tilviljun“ kemur í veg fyrir að við getum borgað það sem við skuldum?
Τι πρέπει, όμως, να γίνει αν κάποια «απρόβλεπτη περίσταση» μας εμποδίζει να ξεπληρώσουμε αυτά που χρωστάμε;
(Sálmur 2:4-6) Nú er kominn tími til að Kristur, undir stjórn Jehóva, ‚fari út til þess að sigra‘.
(Ψαλμός 2:4-6) Έχει φτάσει τώρα ο καιρός για τον Χριστό, υπό την κατεύθυνση του Ιεχωβά, «να ολοκληρώσει τη νίκη του».

Ας μάθουμε Ισλανδικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tími στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.

Γνωρίζετε για το Ισλανδικό

Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.