Τι σημαίνει το Tapferkeit στο Γερμανικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Tapferkeit στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Tapferkeit στο Γερμανικό.

Η λέξη Tapferkeit στο Γερμανικό σημαίνει δύναμη, θάρρος, κουράγιο, τόλμη, γενναιότητα, ανδρεία, θράσος, δύναμη ψυχής, γενναιότητα, τόλμη, ανδρεία, θάρρος, γενναιότητα, θράσος, κουράγιο, θάρρος, θάρρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Tapferkeit

δύναμη

Der Boxer hatte Angst um seine Geschwindigkeit und Tapferkeit.
Ο μποξέρ ήταν γνωστός για την ταχύτητα και τη δύναμή του.

θάρρος, κουράγιο

Man braucht viel Courage, um sich vor die aufgebrachte Menge zu stellen und den Leuten zu sagen, dass sie sich irren.
Ήθελε τσαγανό να σηκωθείς μπροστά στα θυμωμένα πλήθη και να τους πεις ότι κάνουν λάθος.

τόλμη

Το θάρρος της ομάδας την οδήγησε σε νίκη την τελευταία στιγμή.

γενναιότητα, ανδρεία

Sein Mut in der Schlacht rette seinen Kameraden das Leben.
Η γενναιότητά (or: ανδρεία) του στη μάχη έσωσε τις ζωές των συντρόφων του.

θράσος

δύναμη ψυχής

γενναιότητα, τόλμη, ανδρεία

θάρρος

γενναιότητα

θράσος

κουράγιο, θάρρος

Agatha musste viel Mut aufbringen, um nach ihrem schrecklichen Fall erneut auf das Pferd zu steigen.

θάρρος

Ας μάθουμε Γερμανικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Tapferkeit στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.

Γνωρίζετε για το Γερμανικό

Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.