Τι σημαίνει το sprida sig στο Σουηδικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sprida sig στο Σουηδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sprida sig στο Σουηδικό.

Η λέξη sprida sig στο Σουηδικό σημαίνει πολλαπλασιάζομαι, κάνω, υφίσταμαι, αναπτύσσω μετάσταση, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, μεταδίδομαι, εξαπλώνομαι, εξαπλώνομαι, μεταδίδομαι, εξαπλώνoμαι, διαδίδομαι, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, διεισδύω, εισχωρώ, εισχωρώ, διεισδύω, διαχέομαι, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, μουτζουρώνομαι, πασαλείφομαι, εξαπλώνομαι σε κτ, μεταδίδομαι, επηρεάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sprida sig

πολλαπλασιάζομαι

(μεταφορικά)

κάνω, υφίσταμαι, αναπτύσσω μετάσταση

(främst om cancer)

απλώνομαι, εξαπλώνομαι

ⓘDen här meningen är inte en översättning av den engelska meningen.Η έρημος εκτείνεται σε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

μεταδίδομαι, εξαπλώνομαι

εξαπλώνομαι

Kristendomen spreds gradvis över Europa.
Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε σταδιακά στην Ευρώπη. Η φωτιά εξαπλώθηκε σε όλο το σπίτι.

μεταδίδομαι

(bildlig) (μεταφορικά)

Ο ενθουσιασμός του Τζόνι για το ψάρεμα άρχισε να μεταδίδεται και τα άλλα παιδιά ήθελαν και αυτά καλάμι ψαρέματος.

εξαπλώνoμαι, διαδίδομαι

απλώνομαι, εξαπλώνομαι

διεισδύω, εισχωρώ

Το φάρμακο θα διεισδύσει (or: εισχωρήσει) στο αίμα σου σε δέκα λεπτά.

εισχωρώ, διεισδύω

(bildlig) (μεταφορικά)

Η ιδέα της επανάστασης άρχισε να διαποτίζει όλην την κοινωνία.

διαχέομαι

(επίσημο)

Οι άνθρωποι έφυγαν καθώς η οσμή άρχισε να διαχέεται.

εξαπλώνομαι, διαδίδομαι

μουτζουρώνομαι, πασαλείφομαι

εξαπλώνομαι σε κτ

μεταδίδομαι

(μεταφορικά)

επηρεάζω

(bildlig)

Ας μάθουμε Σουηδικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sprida sig στο Σουηδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Σουηδικό.

Γνωρίζετε για το Σουηδικό

Τα σουηδικά (Svenska) είναι μια βορειο-γερμανική γλώσσα, η οποία ομιλείται ως μητρική από 10,5 εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν κυρίως στη Σουηδία και σε μέρη της Φινλανδίας. Οι Σουηδοί ομιλητές μπορούν να κατανοήσουν Νορβηγόφωνους και Δανούς. Τα σουηδικά είναι στενά συνδεδεμένα με τα δανικά και τα νορβηγικά, και συνήθως όποιος καταλαβαίνει ένα από τα δύο μπορεί να καταλάβει σουηδικά.