Τι σημαίνει το riuscì στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης riuscì στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του riuscì στο Ιταλικό.
Η λέξη riuscì στο Ιταλικό σημαίνει πετυχαίνω, πετυχαίνω, πετυχαίνω, εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου, υποστηρίζω, τα καταφέρνω, επιτυγχάνω, τα πάω καλά, φτάνω κάπου, τα βγάζω πέρα με κτ, πετυχαίνω σε κτ, επιτυγχάνω σε κτ, ξάγρυπνος, λύνω, επιλύω, δεν μπορώ, τη γλυτώνω παρά τρίχα, μπορούσα, δεν μπορώ, βρίσκω τρόπο να, κρατάω μια δουλειά, δεν παρακολουθώ, διαβάζω με ευκολία, δεν μπορώ να κοιμηθώ, αρθρώνω λέξη, έχω ένα κενό μνήμης, αποδέχομαι, σχεδόν γίνομαι, δεν μπορώ να κάνω κτ, κτ γίνεται φυσικά, παραχώνω, παραπετάω, σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανος, δεν μπορώ, έχω μπλέξει άσχημα, δεν έχω την ευκαιρία, δεν μου δίνεται ευκαιρία, δεν έχω πρόσβαση, ξεγλιστρώ από κτ, μπορώ, μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ, ακολουθώ, αποτυγχάνω, χάνω επαφή, χωράω, χωρώ, στριμώχνω, πουλάω, πουλιέμαι, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, καταφέρνω να κάνω κτ, καταφέρνω να κάνω κτ, αποτυγχάνω, δεν βρίσκω, δεν συναντώ, μπορώ, αναπόφευκτος, δεν καταφέρνω να σκοράρω, τα πάω καλά, τα καταφέρνω, προλαβαίνω, καταφέρνω να πάω σε κτ, δεν κάνω εμετό κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης riuscì
πετυχαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il progetto è riuscito dopo un anno di tentativi. Το σχέδιο πέτυχε μετά από προσπάθειες ετών. |
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alla fine, la nostra squadra ha trionfato. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Προσπάθησε πολύ σκληρά και στο τέλος τα κατάφερε. |
πετυχαίνωverbo intransitivo (avere successo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Credevo che la tua presentazione in classe fosse riuscita molto bene. Νομίζω ότι η παρουσίασή σου στην τάξη πήγε πολύ καλά. |
εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου(grazie all'aiuto di qualcuno) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υποστηρίζωverbo intransitivo (μεταφορικά: ρούχα, στυλ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non tutti possono permettersi di indossare un cappello rosso con scarpe viola, ma tu riesci a farlo proprio con stile. Δεν μπορούν όλοι να φορέσουν κόκκινο καπέλο με μοβ παπούτσια. Εσύ, όμως, το υποστηρίζεις με πολύ στυλ. |
τα καταφέρνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pensavo che il progetto fosse troppo difficile per me, ma ci sono riuscito. |
επιτυγχάνω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'eroe affrontò molte sfide nel corso della sua impresa ma alla fine ce la fece. |
τα πάω καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Basta che provi e ce la farai. |
φτάνω κάπου(μεταφορικά) Il compito sembra impossibile, ma in qualche modo ce la faremo. |
τα βγάζω πέρα με κτ(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετυχαίνω σε κτ
Non riuscirà mai negli affari finché non li affronta con serietà. Δεν θα πετύχει ποτέ στις επιχειρήσεις, αν δεν σοβαρευτεί. |
επιτυγχάνω σε κτ
Alan riuscì a riparare la sedia. |
ξάγρυπνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λύνω, επιλύω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν μπορώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι. |
τη γλυτώνω παρά τρίχαverbo (μεταφορικά) I genitori dei bambini sbiancarono quando seppero che i loro piccoli ce l'avevano fatta per un soffio. |
μπορούσα(παρατατικός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando Samantha era piccola riusciva ad arrampicarsi sugli alberi alti. Όταν η Σαμάνθα ήταν μικρή, μπορούσε να σκαρφαλώνει στα δέντρα. |
δεν μπορώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tim non può andare al picnic di sabato. Ο Τιμ δεν μπορεί να πάει στο πικνίκ το Σάββατο. |
βρίσκω τρόπο να(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono riusciti in qualche modo ad arrivare ore prima di noi. |
κρατάω μια δουλειά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo anni di disoccupazione John è riuscito a mantenere il posto di lavoro all'ufficio postale. |
δεν παρακολουθώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαβάζω με ευκολίαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho letto facilmente la sua grafia ordinata. |
δεν μπορώ να κοιμηθώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rimango a letto sveglio a preoccuparmi quasi tutta la notte. Δεν μπορώ να κοιμηθώ σχεδόν όλη τη νύχτα επειδή ανησυχώ. |
αρθρώνω λέξη(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Stava parlando così tanto che non riuscivo a prendere la parola. Μιλούσε τόσο πολύ που δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη. |
έχω ένα κενό μνήμηςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Rich ci vollero anni per riuscire ad accettare la morte del padre. |
σχεδόν γίνομαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν μπορώ να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non era in grado di scalare la montagna a causa della sua asma. Δεν μπορούσε να ανέβει το βουνό λόγω του άσθματός του. |
κτ γίνεται φυσικάverbo intransitivo (senza fatica) |
παραχώνω, παραπετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non riesco a trovare le mie chiavi, puoi aiutami a cercarle? |
σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non aveva idea di che cos'era successo veramente. |
δεν μπορώ(να κάνω κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi dispiace, non riesco a guardarti con quel cappello senza ridere. |
έχω μπλέξει άσχημαverbo transitivo o transitivo pronominale (problemi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχω την ευκαιρία, δεν μου δίνεται ευκαιρίαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oggi non sono ancora riuscito a controllare l'e-mail. Δεν είχα την ευκαιρία να ελέγξω τα email μου ακόμα. |
δεν έχω πρόσβαση(informatica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεγλιστρώ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: αποφεύγω) Vedo che Karen ha di nuovo evitato di lavare i piatti. Βλέπω ότι η Κάρεν πάλι γλίτωσε το πλύσιμο των πιάτων. |
μπορώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Claire non era in grado di raggiungere il barattolo sulla mensola più alta. |
μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Clarkson non riusciva a tenerle il passo con il gruppo di ciclisti in testa. |
ακολουθώverbo intransitivo (andare più lentamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Durante la passeggiata il cane più vecchio non riusciva a stare dietro al cane più giovane. |
αποτυγχάνωverbo intransitivo (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sono riusciti a consegnare il pacco in tempo. Απέτυχαν να παραδώσουν το δέμα έγκαιρα. |
χάνω επαφή(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χωράω, χωρώ, στριμώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: σε χρόνο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quanti paesi riusciamo a fare nel nostro viaggio di due settimane? |
πουλάω, πουλιέμαιverbo (forma impersonale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si vendono bene queste camicie? Πωλούνται στ' αλήθεια αυτά τα πουκάμισα; |
έχω την ευκαιρία να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quest'estate riesco ad andare a Parigi. Έχω την ευκαιρία να πάω στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι. |
καταφέρνω να κάνω κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il traffico oggi era terribile! Sono stupita di essere riuscita ad arrivare al lavoro in orario. Είχε τρελή κίνηση σήμερα! Εκπλήσσομαι που κατάφερα να πάω στην ώρα μου στη δουλειά. |
καταφέρνω να κάνω κτverbo intransitivo (ironico) (ανεπίσημο, σαρκαστικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono riuscito a inciampare sul mio piede e cadere giù per le scale. Κατάφερα (or: Τα κατάφερα) να μπερδέψω τα πόδια μου και να πέσω από τη σκάλα. |
αποτυγχάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δεν βρίσκω, δεν συναντώverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi dispiace davvero di non essere riuscito ad incontrarti alla stazione. Λυπάμαι πραγματικά που δεν σε πέτυχα στον σταθμό. |
μπορώ(έχω την τάση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sa essere davvero irritante a volte. |
αναπόφευκτοςverbo intransitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non riesco a fare a meno di chiedermi se sa veramente quello che sta facendo. Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει. |
δεν καταφέρνω να σκοράρω(figurato, calcio: non segnare) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα πάω καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo dieci richieste sono finalmente riuscito ad ottenere una lettera di accettazione. |
προλαβαίνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo correre se voglio riuscire a prendere il mio treno. Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου. |
καταφέρνω να πάω σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Scusa ma non ce l'ho fatta a venire alla riunione di ieri. Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση. |
δεν κάνω εμετό κτverbo transitivo o transitivo pronominale (a fatica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nonostante il mio stomaco fosse in subbuglio, sono riuscito a digerire la colazione. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του riuscì στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.