Τι σημαίνει το places στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης places στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του places στο Αγγλικά.
Η λέξη places στο Αγγλικά σημαίνει μέρος, θέση, θέση, σπίτι, θέση, τοποθετώ, βάζω, θέση, μέρος, σερβίτσιο, θέση, θέση, το σημείο που βρίσκομαι, θέση, θέση, θέση, τόπος και χρόνος, οδός, πλασάρισμα, έρχομαι, τερματίζω, κάνω πλασέ, τερματίζω, βάζω, τοποθετώ, κατατάσσω, τοποθετώ, βάζω, τοποθετώ, βάζω, στέλνω, διορίζω, διορίζω, τοποθετώ, τοποθετώ, κάνω, δίνω, κάνω, στέλνω, θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτ, παντού, ταξιδεύω, οπουδήποτε, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, τόπος ταφής, εκτυλίσσομαι ομαλά, δεκαδική μονάδα, τόπος κατοικίας, παίρνω το δρόμο μου, μακρινό μέρος, πρώτη θέση, από δω κι από κει, τόπος συγκέντρωσης, εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος, δυσάρεστο μέρος, έχω θέση, κρυψώνα, ιερός τόπος, ιερό ναού, άδυτο, σπίτι, τόπος κατοικίας, στη θέση μου, ισόπαλος με κπ, στη θέση του, επί τόπου, αντί για, κάπου, εκεί, κατά πρώτον, από την αρχή, στη θέση του, κατά δεύτερον, εδώ, στη θέση σου, σημείο εκκίνησης, το πιο απομακρυσμένο σημείο, σημείο εκκίνησης, ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου, σημείο συνάντησης, δεν είμαι ευπρόσδεκτος, είμαι ανεπιθύμητος, αταίριαστος, παράταιρος, τοποθετώ ένα στοίχημα, υπολογίζω την αξία, βάζω τιμή σε κτ, παραγγέλνω, ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένου, παίκτης που κλοτσά τη στημένη στο έδαφος μπάλα, με σκοπό να βάλει γκολ στο αμερικανικό ποδόσφαιρο, σουπλά, τοπωνύμιο, τόπος γέννησης, τόπος δραστηριοτήτων, τόπος κατοικίας, χώρος εργασίας, τόπος λατρείας, κρύβω, στρώσιμο τραπεζιου, τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά, τοποθετώ, βάζω, παίρνω θέση, φαντάζομαι, σύμβολο υποκατάστασης, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, σύμβολο υποκατάστασης, αντιφραστική λέξη, κλωτσιά μπαλιάς από σταθερό σημείο, εκλογικό τμήμα, η καλύτερη θέση, θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ, βάζω κπ στη θέση του, καθιερώνω, ιδρύω, συνιστώ, βάζω στη θέση του, τόπος αναπαύσεως, τόπος αναπαύσεως, ασφαλές μέρος, δεύτερη θέση, κρυψώνα, εντολή παραμονή κατ' οίκον, παραμονής κατ' οίκον, παραμένω στο σπίτι, αντικαθιστώ, πραγματοποιούμαι, αντικαθιστώ, παίρνω την θέση, εδώ, σε αυτό το μέρος, σε αυτό το σημείο, νερόλακκος, στέκι που τα πίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης places
μέροςnoun (location) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This park is one of my favourite places. Αυτό το πάρκο είναι από τα αγαπημένα μου μέρη. |
θέσηnoun (position) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She lost her place in the queue. Έχασε τη σειρά της. |
θέσηnoun (spot) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Are there any places left for tonight's concert? Υπάρχουν καθόλου θέσεις για τη συναυλία το βράδυ; |
σπίτιnoun (informal (house) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Shall we go to my place or yours? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θέλετε να έρθετε σε μένα απόψε ή προτιμάτε να βγούμε έξω; |
θέσηnoun (as substitute for) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He sent a delegate to attend the ceremony in his place. Έστειλε έναν αντιπρόσωπο στην τελετή αντ' αυτού. |
τοποθετώ, βάζωtransitive verb (put) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He placed the book on the shelf. Τοποθέτησε (or: Έβαλε) το βιβλίο στο ράφι. |
θέσηnoun (space) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's always a place for you in this house. Θα έχεις πάντα θέση σε αυτό το σπίτι. |
μέροςnoun (area) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She marked out a place in the sand and sat down to sunbathe. |
σερβίτσιοnoun (table setting) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) How many places do we need at the table? |
θέσηnoun (function) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) People can't agree on the place of science in theology. |
θέσηnoun (position, right) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I wouldn't live my life the way you do, but it's not really my place to judge. He should remember his place in society and stop causing trouble. |
το σημείο που βρίσκομαιnoun (in a book) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You should bookmark your place in the novel. |
θέσηnoun (rank, position) (κατάταξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She won second place in the competition. |
θέσηnoun (appropriate location) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All the children were in their places. |
θέσηnoun (job, post) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'm looking for a place in a publishing house. |
τόπος και χρόνοςnoun (situation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This is not the right place to discuss politics. |
οδόςnoun (court, short street) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They live on Harlow Place. |
πλασάρισμαnoun (US (horse racing: second) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The payoff is for win, place and show. |
έρχομαι, τερματίζωintransitive verb (race horse: finish in given position) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My horse placed third and I won two hundred dollars. |
κάνω πλασέintransitive verb (horse race: finish in first three) (ιπποδρομίες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My horse didn't even place. |
τερματίζωintransitive verb (race horse: finish) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Where did your horse place? |
βάζωtransitive verb (put: person in situation) (κάποιον σε κατάσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His action placed her in danger. |
τοποθετώtransitive verb (child: for adoption) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The child was placed with a family in another city. |
κατατάσσωtransitive verb (rank) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I would place him in the top ten players of all time. |
τοποθετώ, βάζωtransitive verb (situate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She placed vases of flowers in the dining room. |
τοποθετώ, βάζωtransitive verb (arrange) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Place the books in chronological order. |
στέλνωtransitive verb (enrol: in a school, institution) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They placed her in one of the country's finest schools. |
διορίζωtransitive verb (employment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The job agency placed him almost immediately. |
διορίζωtransitive verb (appoint) (κπ σε κάτι, κπ ως κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They placed him as head of the new sales team. |
τοποθετώtransitive verb (situate: in time) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) An anachronism is something placed in a period to which it does not belong. |
τοποθετώtransitive verb (bet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You only have a minute left to place your bet. |
κάνωtransitive verb (call) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Shall I place the call for you? Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα; |
δίνω, κάνωtransitive verb (order) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'd like to place an order for a dozen more items. |
στέλνωtransitive verb (sport: kick or hit ball) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He placed the ball in the upper right corner of the net. |
θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτtransitive verb (identify) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This actor looks very familiar but I just can't place him. |
παντούexpression (informal (in many places) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) There is dust all over the place; I really need to clean house! |
ταξιδεύωexpression (figurative, informal (not focused) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I have been very distracted lately; my thoughts are all over the place. Είμαι πολύ απρόσεκτος τελευταία· το μυαλό μου είναι αλλού για αλλού. |
οπουδήποτεadverb (US (anywhere) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I would rather be any place but here right now. |
μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδηςexpression (facing two bad choices) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδηςexpression (figurative (facing a dilemma) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόπος ταφήςnoun (place where [sb] is buried) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My dog's burial place is right next to his favourite tree. |
εκτυλίσσομαι ομαλάexpression (events go smoothly) After the initial setback, everything clicked into place. |
δεκαδική μονάδαnoun (position after decimal point) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Round these values so that they are correct to two decimal places. |
τόπος κατοικίαςnoun (home) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παίρνω το δρόμο μουverbal expression (figurative (happen easily with success) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μακρινό μέροςnoun (distant location) |
πρώτη θέσηnoun (top prize, highest position) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I managed first place in the last race, despite a bad start. |
από δω κι από κειadverb (itinerantly, around) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A laptop is very useful when you're going from place to place. |
τόπος συγκέντρωσηςnoun (place to get together) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The market square was a gathering place for local people every Saturday. |
εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέροςnoun (somewhere desolate or remote) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Isolated, barren Howland Island is a godforsaken place. |
δυσάρεστο μέροςnoun (somewhere unpleasant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Get me out of this godforsaken place! |
έχω θέσηverbal expression (be appropriate on occasion) (όχι στο χώρο) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Meat has its place in a healthy diet, but reducing the amount consumed has additional benefits. |
κρυψώναnoun (location where [sb] is concealed) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Let's go to my secret hiding place, okay? |
ιερός τόποςnoun (somewhere sacred) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιερό ναού, άδυτοnoun (Bible: inner sanctuary) (θρησκεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Please show respect as this church is a holy place. |
σπίτιnoun (house that you live in) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τόπος κατοικίαςnoun (location where you live) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
στη θέση μουadverb (in appropriate location) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The burglar put the bracelet back in its place. |
ισόπαλος με κπadverb (sharing position in a race) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στη θέση τουadverb (positioned in readiness) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The artist put all his equipment in place and began a new painting. Ο καλλιτέχνης τοποθέτησε τα σύνεργα στη θέση τους και ξεκίνησε ένα νέο πίνακα. |
επί τόπουadverb (US (without moving to another spot) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The dog stayed in place until his owner called him. Ο σκύλος έμεινε επί τόπου μέχρι που τον κάλεσε ο ιδιοκτήτης του. |
αντί γιαadverb (instead of, replacing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You can use tinned tomatoes in place of fresh ones in this recipe. |
κάπουadverb (somewhere) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκείadverb (there) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατά πρώτονexpression (firstly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Why don't I like him? Well, in the first place, he doesn't wash. Γιατί δεν μου αρέσει; Λοιπόν, καταρχάς δεν πλένεται. |
από την αρχήexpression (at the beginning, initially) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Why didn't you tell me that in the first place? Γιατί δεν μου το πες απ' την αρχή; |
στη θέση τουpreposition (instead of, as a substitute for) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Villa was brought on halfway through the game in the place of Torres. |
κατά δεύτερονadverb (secondly) (κατά δεύτερο λόγο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In the first place, flying is expensive, and in the second place, the airport is a long distance away. |
εδώadverb (here) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) There is nothing in this place I like, let's go somewhere else. |
στη θέση σουadverb (if I were you) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In your place, I would be just as confused. |
σημείο εκκίνησηςnoun (starting point) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
το πιο απομακρυσμένο σημείοnoun (US (remotest point) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The adventurers traveled to the furthest limits of civilization—to the jumping-off place. |
σημείο εκκίνησηςnoun (figurative (starting point) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Learning the alphabet is a good jumping off point for children who wish to learn how to read. |
ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μουverbal expression (accept your position) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σημείο συνάντησηςnoun (place where people meet) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) We need to agree on a meeting place before the concert begins. |
δεν είμαι ευπρόσδεκτος, είμαι ανεπιθύμητοςverbal expression (be unwelcome or uncatered for) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αταίριαστος, παράταιροςadjective (not belonging) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) As the only Europeans present, we felt a little out of place. |
τοποθετώ ένα στοίχημαverbal expression (gamble, make a wager) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπολογίζω την αξίαverbal expression (estimate monetary worth of) (με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We asked an estate agent to place a value on our house. |
βάζω τιμή σε κτverbal expression (estimate the worth of) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You cannot place a value on good health. |
παραγγέλνωverbal expression (make request to purchase [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please call the Chinese restaurant and place an order for hot and sour soup. Παρακαλώ, κάλεσε το κινέζικο εστιατόριο και παράγγειλε μια καυτερή και ξινή σούπα. |
ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένουnoun (guest's name card at dinner table) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παίκτης που κλοτσά τη στημένη στο έδαφος μπάλα, με σκοπό να βάλει γκολ στο αμερικανικό ποδόσφαιροnoun (American football: player who kicks goals) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σουπλάnoun (mat under [sb]'s plate) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) We don't have enough place mats to properly set the table. |
τοπωνύμιοnoun (name of a location) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The study of place names is called toponymy. |
τόπος γέννησηςnoun (location where [sb] was born) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Many people never travel far from their place of birth. |
τόπος δραστηριοτήτωνnoun (premises) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τόπος κατοικίαςnoun (home address) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The cops went to the suspect's place of residence and served a search warrant. |
χώρος εργασίαςnoun (workplace) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τόπος λατρείαςnoun (religious house: church, temple) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) People should be free to choose their own place of worship. |
κρύβωverbal expression (conceal [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before the grandchildren arrive, I must place these biscuits out of sight! |
στρώσιμο τραπεζιουnoun (table service: mat, cutlery, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The table's big enough for six place settings. |
τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειράtransitive verb (align, put next to each other) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τοποθετώ, βάζω, παίρνω θέσηtransitive verb (position yourself) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Place yourself behind the line for the picture. |
φαντάζομαιtransitive verb (imagine yourself) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) With eyes closed, place yourself in a happy place. |
σύμβολο υποκατάστασηςnoun (computer code) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The coder used a placeholder until the actual values were decided on. |
αντικαταστάτης, αντικαταστάτριαnoun (person temporarily in office) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) A placeholder was appointed until the next elections are held. |
σύμβολο υποκατάστασηςnoun (symbol: can be replaced by number) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) We will use placeholders since we do not know the exact values yet. |
αντιφραστική λέξηnoun (generic word or name) Placeholders are often important for grammatical structure. |
κλωτσιά μπαλιάς από σταθερό σημείοnoun (ball kicked from stationary position) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκλογικό τμήμαnoun (voting venue) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We went to our polling place to cast our ballots. |
η καλύτερη θέσηnoun (most prominent position) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Navid's trophy was given pride of place on the mantelpiece. |
θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύverbal expression (implement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The school has put measures in place to ensure no stranger can gain access to the building. Το σχολείο έθεσε σε εφαρμογή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι κανείς άγνωστος δεν θα μπορεί να εισέλθει στο κτίριο. |
βάζω κπ στη θέση τουverbal expression (figurative (humble) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eleanor's sharp rebuke put Daniel in his place. |
καθιερώνω, ιδρύω, συνιστώtransitive verb (establish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω στη θέση τουverbal expression (position correctly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τόπος αναπαύσεωςnoun (euphemism (grave) (κοιμητήριο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Yesterday we carried Grandma to her final resting place. Εχθές συνοδεύσαμε τη γιαγιά στον τελικό τόπο ανάπαυσής της. |
τόπος αναπαύσεωςnoun (place to be at ease) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My favourite resting place is my conservatory. |
ασφαλές μέροςnoun (refuge, somewhere secure) |
δεύτερη θέσηnoun (runner-up position) Ruth was in second place in the competition. |
κρυψώναnoun (place where [sth] is hidden) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εντολή παραμονή κατ' οίκονnoun (US (stay-at-home order) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παραμονής κατ' οίκονadjective (US (order: stay-at-home) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμένω στο σπίτιverbal expression (US (stay at home under order) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντικαθιστώverbal expression (serve the same purpose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I knew so much about my job that nobody could take my place. Digital TV has largely taken the place of analog. |
πραγματοποιούμαι(happen, be held) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The concert took place in a bar. The next election in my village will take place on April 6th. Η συναυλία έγινε σε ένα μπαρ. |
αντικαθιστώ, παίρνω την θέσηverbal expression (replace, be a substitute for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nothing takes the place of money in our society. |
εδώ, σε αυτό το μέρος, σε αυτό το σημείοadverb (here, to here) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Coming to this place for vacation was the best decision I have ever made. |
νερόλακκοςnoun (pool where animals drink) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) On safari animals can often be seen coming down to the watering hole. |
στέκι που τα πίνωnoun (slang (bar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We found the drunk at his usual watering hole. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του places στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του places
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.