Τι σημαίνει το ofen στο Γερμανικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ofen στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ofen στο Γερμανικό.
Η λέξη ofen στο Γερμανικό σημαίνει κλίβανος, φούρνος, κλίβανος, καυστήρας, φούρνος, κάμινος, έγκυος, κυοφορώ, εγκυμονώ, δίπλα στο τζάκι, ψήνω σε κάμινο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ofen
κλίβανος
Neu angefertigte Tonschalen müssen in einem Ofen getrocknet werden, um auszuhärten. |
φούρνος
Das Abendessen ist im Backofen (or: Ofen) und ist in einer Stunde fertig. Το φαγητό είναι στον φούρνο και θα είναι έτοιμο σε μία ώρα. |
κλίβανος(Technik) Die Arbeiter schmelzten das Erz im Ofen. Οι εργάτες έλιωσαν το μέταλλο στον φούρνο. |
καυστήρας
|
φούρνος
Henry stellte den Kessel auf den Herd, um das Wasser zu erhitzen. O Χένρι έβαλε τον βραστήρα στο μάτι για να ζεστάνει το νερό. |
κάμινος
Τα καμίνια γίνονται πολύ θερμότερα από τους συνηθισμένους φούρνους ψησίματος. |
έγκυος
|
κυοφορώ, εγκυμονώ(ugs, übertragen) |
δίπλα στο τζάκι
|
ψήνω σε κάμινο(ugs) |
Ας μάθουμε Γερμανικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ofen στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Γερμανικό
Γνωρίζετε για το Γερμανικό
Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.