Τι σημαίνει το mucchio στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mucchio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mucchio στο Ιταλικό.
Η λέξη mucchio στο Ιταλικό σημαίνει σωρός, μάζα, σωρός, κομματάκι, σωρεία, πληθώρα, σωρός, πολλοί, σωρός, μεγάλος αριθμός, φοβερά πολύ, απίστευτα πολύ, ένα σωρό, ένας σωρός, ωκεανός, βουναλάκι, λοφάκι, κάμποσος, μπόλικος, σωρός, συνονθύλευμα, καταιγισμός, συνονθύλευμα, καταιγισμός, κατακλυσμός, βουνό, βουνό, φορτίο, σωρός, ένας τόνος, ένας σωρός, ένα κάρο, πλήθος, πολύ, ένας σωρός, πληθώρα, σωρός, πάμπολλοι, σωρός, πάρα πολύς, ένας σωρός, θημωνιά, ένα κάρο λεφτά, ένας σωρός ψέματα, σωρός σκουπιδιών, στοίβα από ξύλα, σωρός από ξύλα, πετσί και κόκαλο, πολύς, μιλιούνια, σωρός, ένα τσούρμο, πάρα πολλοί, σωρός απορριμάτων, αμοιβαίος έπαινος, ένας σωρός, ένα σωρό, μεγάλη ποσότητα, πάρα πολλοί, ένας σωρός, πάρα πολύς, πολλοί, πλήρης, πολλοί, πλήθος, τρελά λεφτά, σωρός κοπριάς, πολύς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mucchio
σωρόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tom aveva un grosso mucchio di biancheria da lavare. Ο Τομ είχε να πλύνει έναν μεγάλο σωρό από άπλυτα. |
μάζαsostantivo maschile (informale: grande quantità) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La macchina non era altro che un mucchio di componenti. Το μηχάνημα ήταν στην πραγματικότητα απλώς ένας όγκος από κομμάτια. |
σωρόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Spesso gli adolescenti hanno un mucchio di biancheria sporca sul pavimento della loro camera. Οι έφηβοι συχνά έχουν μια στοίβα βρώμικα ρούχα στο πάτωμα του υπνοδωματίου τους. |
κομματάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Qualcuno ha lasciato un mucchietto di gomma sul tavolo. |
σωρεία, πληθώραsostantivo maschile (colloquiale) (με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All'ultimo minuto sono arrivate un sacco di richieste. Σωρεία αιτήσεων υποβλήθηκαν την τελευταία στιγμή. |
σωρός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La segretaria si stupì di come il professore riuscisse a trovare qualsiasi cosa nel disordine della sua scrivania. |
πολλοί
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σωρόςsostantivo maschile (informale) (πολλά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεγάλος αριθμός(informale: quantità) |
φοβερά πολύ, απίστευτα πολύsostantivo maschile (informale: quantità) (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Grazie per avermi portato al concerto, mi è piaciuto un sacco! Σε ευχαριστώ που με πήρες στη συναυλία. Μου άρεσε απίστευτα πολύ! |
ένα σωρόsostantivo maschile (informale: quantità) (μεταφορικά, καθομ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Da quando sono in pensione ho un mucchio di tempo libero. Από τότε που πήρα σύνταξη έχω άπειρο χρόνο στη διάθεσή μου. |
ένας σωρόςsostantivo maschile (informale: quantità) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il ragazzo si lamentava del fatto che l'insegnante gli aveva dato un sacco di compiti da fare. Ο έφηβος παραπονέθηκε ότι ο καθηγητής του τού είχε δώσει ένα σωρό εργασίες για το σπίτι. |
ωκεανόςsostantivo maschile (figurato: gran quantità) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'erano un sacco di problemi che dovevano affrontare. |
βουναλάκι, λοφάκιsostantivo maschile (di terra) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Piantate 4-6 semi in ogni mucchietto. |
κάμποσος, μπόλικοςsostantivo maschile (informale: grande quantità) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho un sacco di lavoro da fare oggi. |
σωρόςsostantivo maschile (informale: gran quantità) (μτφ: μεγάλη ποσότητα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Abbiamo avuto un sacco di problemi nella casa nuova. Είχαμε πολλούς μπελάδες με το καινούριο σπίτι. |
συνονθύλευμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καταιγισμός(informale: quantità) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Essendo una celebrità, Kim riceve una valanga di richieste di apparizioni pubbliche. |
συνονθύλευμα(λόγιος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καταιγισμός, κατακλυσμός(figurato: quantità) (μεταφορικά: με γενική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'emittente TV ha ricevuto un diluvio di lamentele sul programma. |
βουνό(figurato, informale) (μτφ, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le politiche per l'agricoltura hanno creato una montagna di burro in surplus. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα παιδιά έπαιζαν στον κήπο και λερώθηκαν και τώρα τα άπλυτα σχηματίζουν βουνό στο πάτωμα. |
βουνό(figurato, informale) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il bambino si è lamentato quando la mamma gli ha dato una montagna di piselli. Το παιδί γκρίνιαξε, όταν η μητέρα του του έβαλε ένα βουνό αρακά. |
φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il camion ha portato un grosso carico di legname in città. Το φορτηγό έφερε στην πόλη ένα μεγάλο φορτίο ξυλείας. |
σωρός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'operaio ha accatastato le rocce in un cumulo. Ο εργάτης έφτιαξε μια στοίβα από πέτρες. |
ένας τόνος, ένας σωρός, ένα κάρο(figurato: gran quantità) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Questa settimana ho una montagna di lavoro da fare. |
πλήθοςsostantivo maschile (informale: grande quantità) (μεγάλη ποσότητα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολύsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ένας σωρόςsostantivo maschile (informale: quantità) (καθομ, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Irene non poteva uscire perché aveva un sacco di lavoro da fare. Η Αϊρίν δεν μπορούσε να βγει καθώς είχε ένα σωρό δουλειά να κάνει. |
πληθώρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sto cercando di vendere la mia miriade di carte del baseball. |
σωρός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Peter ha messo un cumulo di purè sul suo piatto. Ο Πίτερ έβαλε ένα βουνό πουρέ στο πιάτο του. |
πάμπολλοιsostantivo maschile (figurato: grosso quantitativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σωρός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nel locale lavanderia c'è un cumulo di biancheria sporca. Υπάρχει μια στοίβα βρώμικα ρούχα στο πλυσταριό. |
πάρα πολύς(figurato: gran quantità) (μη μετρήσιμο ουσιαστικό) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) C'erano molte persone?" chiese la madre di Sally. "Una valanga!" rispose Sally. «Ήταν πολύς κόσμος εκεί;» ρώτησε η μητέρα της Σάλι. «Πάρα πολύς» απάντησε η Σάλι. |
ένας σωρόςpreposizione o locuzione preposizionale (colloquiale) (καθομ, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'è un sacco di cibo, perciò nessuno dovrebbe rimanere affamato. |
θημωνιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ένα κάρο λεφτά(colloquiale) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha vinto un sacco di soldi giocando a carte. |
ένας σωρός ψέματαsostantivo maschile (informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La sua dichiarazione alla polizia era solo un mucchio di bugie. Η κατάθεσή του στην αστυνομία ήταν ένας σωρός ψέματα. |
σωρός σκουπιδιώνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στοίβα από ξύλα, σωρός από ξύλα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετσί και κόκαλο(figurato: magro) (μεταφορικά) |
πολύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Deve a tutti un fottio di soldi. |
μιλιούνιαsostantivo maschile (informale: gran quantità) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
σωρός(informale) (μτφ, καθομ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ένα τσούρμοpreposizione o locuzione preposizionale (colloquiale) (καθομ, μτφ: άνθρωποι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ci sono un sacco di fotografi che aspettano l'arrivo dell'attrice. |
πάρα πολλοί(informale: quantità) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Ci sono un mucchio di violette che crescono tra il rabarbaro. |
σωρός απορριμάτων
|
αμοιβαίος έπαινοςsostantivo maschile (figurato) |
ένας σωρόςsostantivo maschile (figurato, informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho un mucchio di compiti questo fine settimana. |
ένα σωρό(figurato) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Un mucchio di persone andò a sentir parlare l'uomo famoso. Ένα σωρό άνθρωποι μαζεύτηκαν για να ακούσουν τον λόγο που έβγαλε ο διάσημος άντρας. |
μεγάλη ποσότηταsostantivo maschile (figurato, informale: gran quantità) |
πάρα πολλοί(informale: gran quantità) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho speso un sacco di soldi facendo shopping. Ξόδεψα ένα κάρο λεφτά όταν πήγα για ψώνια. |
ένας σωρόςsostantivo maschile (figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho un mucchio di lavoro da fare questa settimana. Έχω ένα σωρό δουλειά να κάνω αυτήν την εβδομάδα. |
πάρα πολύς(figurato: gran quantità) (μη μετρήσιμο ουσιαστικό) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πολλοί(colloquiale, figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lì ci sono un sacco di persone. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί μέσα. |
πλήρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sì, qui siamo pieni di spaghetti e non ne dovremo comprare altri per settimane. Ναι, από μακαρόνια είμαστε φουλ και δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα για εβδομάδες. |
πολλοίsostantivo maschile (figurato, informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alla vigilia di Natale c'erano un sacco di persone al centro commerciale. |
πλήθοςsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'era un mucchio di usignoli in cerca di cibo. |
τρελά λεφτά(informale) (μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con quell'accordo Max ha fatto un sacco di soldi! |
σωρός κοπριάς
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πολύς(figurato: gran quantità) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rallenta, abbiamo un sacco di tempo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mucchio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.