Τι σημαίνει το minutes στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης minutes στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του minutes στο Αγγλικά.

Η λέξη minutes στο Αγγλικά σημαίνει λεπτό, λεπτό, πρακτικά, παραμικρός, μικρός, λεπτό, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό, την τελευταία στιγμή, περίμενε ένα λεπτό, Για μισό λεπτό!, σε λιγάκι, μισό λεπτό, μισό λεπτάκι, τελευταία στιγμή, της τελευταίας στιγμής, λεπτοδείκτης, τη μια στιγμή, στροφές ανά λεπτό, στροφές ανά λεπτό, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, μέχρι την τελευταία στιγμή, παρών, τρέχων, τωρινός, επίκαιρος, περίμενε ένα λεπτάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης minutes

λεπτό

noun (period of sixty seconds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The alarm will ring in one minute.
Ο συναγερμός θα χτυπήσει σε ένα λεπτό.

λεπτό

noun (figurative (moment, brief time) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I was only gone for a minute!
Έλειψα μονάχα για ένα λεπτό!

πρακτικά

plural noun (written record: of a meeting)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The secretary keeps the minutes of the meeting.
Η γραμματέας κρατάει τα πρακτικά της συνάντησης.

παραμικρός

adjective (tiny)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They wrote down even the minute details of their plan.
Κατέγραψαν και την παραμικρή λεπτομέρεια του σχεδίου τους.

μικρός

adjective (figurative (unimportant) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That is a minute problem and isn't worth the trouble.
Αυτό είναι μικρό (or: ασήμαντο) πρόβλημα και δεν αξίζει να ασχοληθούμε.

λεπτό

noun (geometry, coordinates)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Thirty minutes is half of a degree.
Τριάντα λεπτά είναι ίσα με μισή μοίρα.

όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα

adverb (informal (without warning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The old house looked like it could collapse any minute. Bill should arrive any moment to give us a ride to the airport.

όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό

expression (without warning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The city is built across a fault line, so an earthquake could strike at any minute.
Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει ο Μπιλ για να μας πάει στο αεροδρόμιο.

την τελευταία στιγμή

expression (almost too late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I managed to get tickets to the concert at the last minute. Our babysitter cancelled at the last minute, so we stayed home.

περίμενε ένα λεπτό

verbal expression (informal (wait)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hold on a minute while I go back inside to turn off the lights.

Για μισό λεπτό!

interjection (informal (expressing an objection)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now, hold on a minute! I can't agree with what you said.

σε λιγάκι

adverb (a short while from now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hold on, I'll get to you in a minute!

μισό λεπτό, μισό λεπτάκι

interjection (wait, stop)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just a minute, where do you think you're going?

τελευταία στιγμή

noun (final moments before [sth])

Kathy always waits for the last minute to hand in her homework.

της τελευταίας στιγμής

noun as adjective (hurried, almost too late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There are always so many last-minute preparations before a wedding.

λεπτοδείκτης

noun (clock, watch: long hand indicating minutes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's 12 o'clock when both the minute hand and hour hand are pointing up.

τη μια στιγμή

adverb (at a given moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
One minute I was walking down the street, the next I found myself waking up on the pavement.

στροφές ανά λεπτό

noun (usually plural (speed: spins in 60 seconds) (κινητήρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στροφές ανά λεπτό

noun (invariable, usually plural, abbreviation (revolution per minute) (συνήθως πληθυντικός)

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

adverb (immediately, without delay)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stop doing that this minute and come here!

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

adverb (immediately, without delay)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I need an answer this very minute!

μέχρι την τελευταία στιγμή

adverb (to the final possible moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Don't wait until the last minute to buy your Christmas presents.

παρών, τρέχων, τωρινός, επίκαιρος

adjective (extremely current)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This TV network claims to provide the most up-to-the-minute news.

περίμενε ένα λεπτάκι

interjection (informal (wait for a moment) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Wait a minute! - please repeat what you just said.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του minutes στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του minutes

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.