Τι σημαίνει το lekandi στο Ισλανδικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lekandi στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lekandi στο Ισλανδικό.
Η λέξη lekandi στο Ισλανδικό σημαίνει βλεννόρροια, γονόρροια, Γονόρροια, βλενόρροια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lekandi
βλεννόρροια(gonorrhea) |
γονόρροια(gonorrhea) |
Γονόρροια(gonorrhea) |
βλενόρροια
|
Δείτε περισσότερα παραδείγματα
Lekandi Ureaplasma Γονόρροια Ureaplasma |
Hinir sígildu kynsjúkdómar eru lekandi, sárasótt, og klamydía, en þar við bætast sjúkdómar sem berast með blóði, eins og HIV, og l ifrarbólga B og C, því þeir geta einnig smitast við kynmök. Στις βασικότερες λοιμώξεις της εν λόγω κατηγορίας περιλαμβάνονται η γονόρροια, η σύφιλη και η λοίμωξη από χλαμύδια αλλά, μέσω της σεξουαλικής επαφής, μπορούν να μεταδοθούν και ιοί που υπάρχουν στο αίμα όπως αυτοί της λ οίμωξης HIV, της ηπατίτιδας B και της ηπατίτιδας C. |
Lekandi smitast við kynmök og það sem honum veldur er bakterían Neisseria gonorrhoeae. Η γονόρροια είναι μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη (ΣΜΛ) η οποία προκαλείται από το βακτήριο Neisseria gonorrhoeae. |
Ūví ég ætla ekki ađ dragnast međ ūig yfir sköpun helvítis... međ lekandi blķđ yfir hálfa Missouri. Γιατί δεν είχα σκοπό να σε σέρνω και να στάζεις αίμα σ'όλο το Μιζούρι. |
Þegar greining liggur fyrir er einfaldur lekandi venjulega læknaður með einum skammti af viðeigandi sýklalyfi. Μετά τη διάγνωση, η μη επιπλεγμένη γονόρροια θεραπεύεται συνήθως με τη χορήγηση εφάπαξ δόσης κατάλληλου αντιβιοτικού. |
Lekandi smitast við kynmök og það sem honum veldur er Neisseria gonorrhoeae bakterían. Η γονόρροια είναι μια σε ξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη (ΣΜΛ) η οποία προκαλείται από το βακτήριο Neisseria gonorrhoeae . |
Þá er að nefna að kynlífsathafnir kynvilltra karla hafa í för með sér að aðrir sjúkdómar, svo sem lifrarbólga, lekandi og herpes, eru algengir þeirra á meðal. Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι εξαιτίας των σεξουαλικών συνηθειών των ομοφυλοφίλων, είναι κοινές μεταξύ τους κι άλλες ασθένειες, όπως η ηπατίτιδα, η γονόρροια και ο έρπης. |
Ας μάθουμε Ισλανδικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lekandi στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ισλανδικό
Γνωρίζετε για το Ισλανδικό
Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.