Τι σημαίνει το hör στο Ισλανδικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hör στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hör στο Ισλανδικό.
Η λέξη hör στο Ισλανδικό σημαίνει λινάρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hör
λινάριnoun Einfaldur þráður, hvort heldur úr hör, ull, geitahári eða öðru, er bæði of stuttur og viðkvæmur til að hægt sé að nota hann til vefnaðar. Μία και μόνο ίνα —λόγου χάρη από λινάρι, μαλλί ή τρίχες κατσικιού— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί επειδή είναι πολύ εύθραυστη και κοντή. |
Δείτε περισσότερα παραδείγματα
Einfaldur þráður, hvort heldur úr hör, ull, geitahári eða öðru, er bæði of stuttur og viðkvæmur til að hægt sé að nota hann til vefnaðar. Μία και μόνο ίνα —λόγου χάρη από λινάρι, μαλλί ή τρίχες κατσικιού— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί επειδή είναι πολύ εύθραυστη και κοντή. |
Eftir að búið er að spinna og þvo garn úr ull eða hör, eða vefa úr því dúk, er garnið eða dúkurinn litaður með ýmsum hætti. Μετά την κλώση και το καθάρισμα, οι κλωστές από μαλλί και λινάρι —ή το ύφασμα— βάφονται σε διάφορα χρώματα. |
Þótt ull sé grófgerðari en bómull eða hör má vefa úr henni létt klæði af ýmsu tagi sökum þess hve létt hún er í sér. Παρ’ όλο που το μαλλί είναι πιο χοντρό από το βαμβάκι ή το λινό, η μικρή του πυκνότητα επιτρέπει την κατασκευή λεπτών υφασμάτων. |
(19:23, 24) Slíkur kyrtill var ýmist ofinn í einu lagi úr ull eða hör og gat verið hvítur eða marglitur. (19:23, 24) Τέτοιοι χιτώνες μπορούσαν να είναι μονοκόμματοι και υφασμένοι από μαλλί ή λινό, και ήταν άσπροι ή είχαν άλλα χρώματα. |
13 Hún sér um ull og hör og vinnur fúslega með höndum sínum. 13 Ζητεί μαλλίον και λινάριον και εργάζεται ευχαρίστως με τας χείρας αυτής. |
Þessi tegund af holdsveiki gat lagst á flíkur úr ull og hör eða á eitthvað sem gert var úr leðri. Αυτό το είδος λέπρας μπορούσε να εμφανιστεί σε μάλλινα ή λινά ενδύματα ή σε οτιδήποτε ήταν φτιαγμένο από δέρμα. |
Ας μάθουμε Ισλανδικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hör στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ισλανδικό
Γνωρίζετε για το Ισλανδικό
Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.