Τι σημαίνει το espacios στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης espacios στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espacios στο ισπανικά.

Η λέξη espacios στο ισπανικά σημαίνει διάστημα, χώρος, απόσταση, χώρος, διαφημιστικός χώρος, χρόνος, κενό, μπάρα, θέση, χώρος, ενωτικό, χώρος, ελεύθερος χώρος, ευρυχωρία, χώρος, διάταξη, κενό στο πάνω μέρος, ανοιχτωσιά, έκταση κατοικίας, κενό, διευθέτηση, οργάνωση, χώρος, διάστιχο, κενό, χώρος, χωρικός, ξέφωτο, γαλαξίας, χωροχρόνος, χωρικός, χωροχρόνος, αεροδιάστημα, χωροχρονικός, χωροχρονικός, πλαϊνό μέρος, μικρός, με διπλό διάστιχο, προσοχή στο κενό, σκουληκότρυπα, χώρος πάνω από το κεφάλι, χώρος εργασίας, εναέριος χώρος, χώρος για τα πόδια, στο πλάι της πισίνας, εξωδιάστημα, δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος, περισσεύει χώρος, κενός χώρος, άδειος χώρος, διαστρικός χώρος, απώτερο διάστημα, σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδος, εξερεύνηση του διαστήματος, χώρος εργασίας, χώρος εργασίας, κολλέγιο, χώρος, ελεύθερη μνήμη, χώρος για τα πόδια, αρνητικός χώρος, δημόσιος χώρος, ράφια, χώρος, χρονικό διάστημα, κενό, περιθώριο για ελιγμούς, περιθώριο κινήσεων, διαφημιστικός χώρος, χωροχρόνος, απώλεια σήματος, περιθώριο, χώρος για τα πόδια, ανοιχτός χώρος, μονό διάστιχο, πολύ μικρό δωμάτιο, κάνω χώρο, ανοίγω χώρο, εκεί έξω, σκουληκότρυπα, πολύ στενός, χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσεις, πρόσφορο έδαφος, κομμάτι, μέρος που λείπει, διαφημιστικός χώρος, θέση, ανοιχτός χώρος, κενός χώρος, απλό διάστημα χαρακτήρων, βρίσκω χρόνο, σβήνω, χωράω, χωρώ, βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω, μεσοδιάστημα, διάστημα μεταξύ, κενό, ανοιχτός χώρος, προσωπικός χώρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης espacios

διάστημα

nombre masculino (έξω από τη γη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Puedes ver las estrellas en el espacio?
Βλέπεις τα αστέρια εκεί έξω στο διάστημα;

χώρος

nombre masculino (τρισδιάστατη έκταση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Como el contenedor era ancho y profundo, tenía mucho espacio para almacenar cosas.
Το κοντέινερ ήταν ψηλό και βαθύ και για αυτό είχε πολύ αποθηκευτικό χώρο.

απόσταση

(distancia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿cuánto espacio hay entre aquí y allí?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σε μεγάλες ταχύτητες, πρέπει να αφήνεις μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ εσού και του μπροστινού αυτοκινήτου.

χώρος

nombre masculino (libertad)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Da a tu chico algo de espacio para sí mismo de vez en cuando.

διαφημιστικός χώρος

Nuestra empresa quiere comprar un espacio en un revista para anunciar nuestro nuevo producto.

χρόνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La cadena cobra un millón de dólares por minuto en sus espacios publicitarios.

κενό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Pones un espacio o dos entre frases?

μπάρα

nombre masculino (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Presiona el espacio cuando acabes de escribir la oración.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No puedes apuntarte a esta clase porque no hay plazas libres.

χώρος

(δισδιάστατη έκταση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El sitio ese de ahí es ideal para plantar la tienda.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το χαλί είναι πολύ μεγάλο. Δεν υπάρχει χώρος να το βάλεις στην κουζίνα.

ενωτικό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος χώρος

nombre masculino

ευρυχωρία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No puedes comprar ese sofá. No tenemos espacio para él.
Δεν μπορείς να αγοράσεις αυτόν τον καναπέ. Δεν έχουμε χώρο.

διάταξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El espacio entre las pinturas de la pared es un poco angosto.

κενό στο πάνω μέρος

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοιχτωσιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo que me encanta de vivir en el campo es el espacio.

έκταση κατοικίας

(para vivir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κενό

(abertura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Podías ver a través del hueco en el seto.
Μπορούσες να δεις μέσα από το άνοιγμα του φράχτη.

διευθέτηση, οργάνωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tienes un gran arreglo aquí para trabajar desde tu casa.

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Con capacidad para 300 personas, la sala de conferencia del hotel es ideal para grandes reuniones.
Έχοντας χώρο για 300 άτομα, το συνεδριακό κέντρο του ξενοδοχείου είναι ιδανικό για μεγάλες συγκεντρώσεις.

διάστιχο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Agrega otro espaciado entre esos renglones así están más separados.
Πρόσθεσε άλλο ένα διάστιχο ανάμεσα σε αυτές τις σειρές, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερο κενό μεταξύ τους.

κενό

(horario)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El director tiene un hueco entre las 15:00 y las 16:00, ¿te viene bien?

χώρος

(σε ύψος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No hay suficiente espacio libre bajo el puente para que puedan pasar camiones grandes.
Η γέφυρα δεν έχει αρκετό ύψος ώστε να περνάνε μεγάλα φορτηγά.

χωρικός

(χώρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La diseñadora de interiores hizo un análisis espacial de la habitación antes de decidir qué muebles poner.

ξέφωτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En el claro había tres venados.

γαλαξίας

(αστρονομία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Pudimos ver una galaxia distante en la reunión del club de astronomía.

χωροχρόνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χωρικός

(χώρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un grupo de científicos analizó los efectos espaciales en los animales pequeños.

χωροχρόνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αεροδιάστημα

(εντός και εκτός ατμόσφαιρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χωροχρονικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωροχρονικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλαϊνό μέρος

El lado de la casa es un lugar divertido para jugar.

μικρός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με διπλό διάστιχο

(escribir documentos)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσοχή στο κενό

(literal)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σκουληκότρυπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χώρος πάνω από το κεφάλι

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El auto nuevo no tiene mucho espacio para la cabeza.

χώρος εργασίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εναέριος χώρος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χώρος για τα πόδια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στο πλάι της πισίνας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξωδιάστημα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nave espacial explorará el espacio sideral.

δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En el diseño de aviones no hay espacio para el error.

περισσεύει χώρος

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Entró todo en mi valija y con espacio de sobra.
Χώρεσαν όλα στη βαλίτσα μου και περίσσεψε και χώρος.

κενός χώρος, άδειος χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαστρικός χώρος

(αστρονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las naves espaciales tripuladas difícilmente llegarán al espacio interestelar por las grandes distancias involucradas.

απώτερο διάστημα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay quien cree que los OVNIS (objetos voladores no identificados) vienen del espacio exterior.

σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las ofertas sólo estarán vigentes por un corto espacio de tiempo, así que sería bueno que compremos ahora.

εξερεύνηση του διαστήματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χώρος εργασίας

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El profesor Hawkins tiene su espacio de trabajo abarrotado de cosas, con montones de papeles y libros por todas partes.

χώρος εργασίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κολλέγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Puedes ahorrarte miles de dólares estudiando en un centro formativo superior.

χώρος

locución nominal masculina (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερη μνήμη

nombre masculino (Η/Υ)

El técnico me dijo que mi PC no tiene más espacio en la memoria.

χώρος για τα πόδια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sentémonos en la fila de la salida de emergencia que tendremos más espacio para las piernas.

αρνητικός χώρος

locución nominal masculina (καλλιτεχνική δημιουργία)

El espacio negativo es un elemento compositivo que nos permite reforzar el tema de una imagen.

δημόσιος χώρος

Los parques y las playas son los principales espacios públicos de las ciudades, abiertos a todos.

ράφια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las tengo en el depósito de atrás, se venden poco y ocuparían mucho espacio en las estanterías.

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tenemos que definir el espacio por animal en la finca.

χρονικό διάστημα

κενό

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιθώριο για ελιγμούς

locución nominal masculina (figurado)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περιθώριο κινήσεων

locución nominal masculina (literal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαφημιστικός χώρος

χωροχρόνος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απώλεια σήματος

(figurado)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιθώριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος για τα πόδια

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ανοιχτός χώρος

μονό διάστιχο

πολύ μικρό δωμάτιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Considerando sus espacios tan reducidos, el canon del apartamento era escandaloso.

κάνω χώρο, ανοίγω χώρο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hizo espacio en la mesa para poder extender el plano.

εκεί έξω

(espacio exterior)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
¿Alguna vez has mirado las estrellas y te has peguntado si hay alguien ahí?
Έχεις κοιτάξει ποτέ τα αστέρια απορώντας εάν υπάρχει κανείς εκεί έξω;

σκουληκότρυπα

(μτφ: φυσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολύ στενός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El garaje tiene un espacio muy justo para nuestro auto.

χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσεις

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρόσφορο έδαφος

El estanque es un espacio fértil para los mosquitos.

κομμάτι, μέρος που λείπει

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Por favor complete el espacio en blanco entre las siguientes series de letras: A, B, C ... G, H, I.

διαφημιστικός χώρος

θέση

(estacionamiento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοιχτός χώρος

κενός χώρος

(σελίδας)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

απλό διάστημα χαρακτήρων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βρίσκω χρόνο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Podrías hacer espacio en tu calendario para pasar un poco de tiempo con ella?

σβήνω

locución verbal (πληροφορική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωράω, χωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En esta carpa caben (OR: entran) cinco personas.
Η σκηνή μπορεί να φιλοξενήσει πέντε άτομα.

βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Provisionalmente, puedo hacerle un hueco el próximo martes a la 1:30.

μεσοδιάστημα, διάστημα μεταξύ

(χώρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Por qué no poner un camino en el espacio entre esos dos canteros?
Γιατί να μην διαμορφώσεις ένα μονοπάτι στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στα παρτέρια;

κενό

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Rellenen los espacios en blanco de la primera sección del formulario de solicitud.
Σας παρακαλώ συμπληρώστε τα κενά στο πρώτο μέρος της αίτησης.

ανοιχτός χώρος

(ecología)

προσωπικός χώρος

(sociología)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espacios στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.