Τι σημαίνει το energia στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης energia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του energia στο Ιταλικό.
Η λέξη energia στο Ιταλικό σημαίνει ενέργεια, δύναμη, ενεργητικότητα, ενέργεια, ισχύς, δυναμισμός, προσπάθεια, ζωντάνια, ενέργεια, δύναμη, κινητήρια δύναμη, ενέργεια, ενέργεια, ένταση, ενεργητικότητα, ο καλύτερός μου εαυτός, έμπνευση, ζωτικότητα, σθένος, σφρίγος, ζωντάνια, ενέργεια, ενεργητικότητα, ζωτικότητα, νεύρο, φρεσκάδα, πρωτοβουλία, δύναμη, ένταση, παλμός, ενέργεια, ενεργητικότητα, αντοχή, αδύναμα, άτονα, αναζωογονώ, κινώ, γεμάτος ενέργεια, ηλιακός, γεμάτος ενέργεια, ανυπόμονος, που λειτουργεί με αιολική ενέργεια, πυρηνικός, δυνατά, υδροηλεκτρισμός, αιολική ενέργεια, υδραυλική ενέργεια, ατομική ενέργεια, ατομική ενέργεια, αρχή διατήρησης της ενέργειας, ηλεκτρικό ρεύμα, κατανάλωση ενέργειας, ενέργεια, υδραυλική ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, πυρηνική ενέργεια, πυρηνική ενέργεια, κατανάλωση ενέργειας, πηγή ενέργειας, ηλιακή ενέργεια, ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια, ανανεώσιμη ενέργεια, αιολική ενέργεια, εναλλακτική πηγή ενέργειας, καθαρή ενέργεια, ενέργεια πλέγματος, πράσινη ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, Υπουργείο Ενέργειας, Αρχή Ατομικής Ενέργειας, θερμική ενέργεια, πηγή ενέργειας, έχω ενέργεια, ζωτικότητα, τρέφομαι, τρώω, επανατροφοδοτώ κτ με ρεύμα, ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλο, που απαιτεί πολλή ενέργεια, που χρειάζεται υψηλά επίπεδα ενέργειας, επίπεδα ενέργειας, εναλλακτική πηγή ενέργειας, απόδοση, οδηγώ, κινητική ενέργεια, δυναμική ενέργεια, ενεργοβόρος, με ακτινοβολία, ανανεώσιμη πηγή ενέργειας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης energia
ενέργειαsostantivo femminile (grandezza fisica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La macchina ha convertito il vapore in energia utile. Το μηχάνημα μετέτρεπε τον ατμό σε χρησιμοποιήσιμη ενέργεια. |
δύναμη, ενεργητικότητα(vigore fisico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha avuto bisogno di tutte le sue energie per pedalare in salita. Χρειάστηκε όλες του τις δυνάμεις για να ποδηλατήσει στον ανήφορο. |
ενέργεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli è servita tutta la sua determinazione per alzarsi da letto in quelle mattinate così fredde. Έβαζε όλες του τις δυνάμεις για να σηκωθεί από το κρεβάτι εκείνα τα κρύα πρωινά. |
ισχύς(batterie) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quella batteria non ha più carica. Δεν έχει μείνει ισχύς στην μπαταρία. |
δυναμισμόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La sua rabbia si è manifestata nella grinta con cui se n'è andato. Ο θυμός του φάνηκε από τον δυναμισμό με τον οποίο βημάτιζε απομακρυνόμενος. |
προσπάθειαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζωντάνιαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha certamente molta energia. |
ενέργεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La combustione interna del motore produce energia per l'automobile. |
δύναμηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non nuoti abbastanza veloce per battere il record. Mettici un po' di energia! |
κινητήρια δύναμηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'attrice è stata la spinta per il rimodernamento del teatro. |
ενέργειαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alan ha molta energia, ed è sempre impegnato in qualche nuovo progetto. |
ενέργειαsostantivo femminile (batterie, ecc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La batteria ha ancora un po' di carica. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα χρησιμοποιήσουμε την μπαταρία για πηγή ενέργειας. |
ένταση, ενεργητικότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha diretto il terzo movimento con grande intensità. |
ο καλύτερός μου εαυτόςsostantivo femminile (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έμπνευσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A Linda piaceva ascoltare musica per favorire la creatività mentre scriveva. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν δεν πιω καφέ το πρωί, δεν παίρνει μπρος η μηχανή. |
ζωτικότητα(ενέργεια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La dinamicità della performance del gruppo rallegrò il pubblico. |
σθένος, σφρίγος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζωντάνια, ενέργεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενεργητικότητα, ζωτικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νεύρο(μεταφορικά: πηγή δύναμης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φρεσκάδα(figurato: energia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρωτοβουλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ken era l'unico con lo spirito di iniziativa e il potere di risolvere il problema. Ο Κεν ήταν ο μόνος που είχε τον δυναμισμό και τη δύναμη να λύσει το πρόβλημα. |
δύναμη, έντασηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La campagna pubblicitaria ha avuto un gran forza. Η διαφημιστική καμπάνια είχε μεγάλη πέραση. |
παλμόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La forza vitale della città sembrava essere diminuita dall'ultima visita di Paul. |
ενέργεια, ενεργητικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha un sacco di grinta e motiva tutti. |
αντοχή(συχνά και πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La resistenza dell'atleta era impressionante. Η αντοχή του αθλητή ήταν εντυπωσιακή. |
αδύναμα, άτοναavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tracey spinse debolmente la porta, ma non ebbe la forza di aprirla. |
αναζωογονώ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vento alimenta il generatore elettrico. Ο άνεμος κινεί την ηλεκτρική γεννήτρια. |
γεμάτος ενέργειαaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era così piena di energia che facevo fatica a stare dietro alle sue attività. |
ηλιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος ενέργεια(figurato) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ανυπόμονοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που λειτουργεί με αιολική ενέργειαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυρηνικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δυνατάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il generale dell'esercito comandava le sue truppe con energia. |
υδροηλεκτρισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'impianto è alimentato con energia idroelettrica. |
αιολική ενέργειαsostantivo femminile Il governo vuole aumentare l'uso di energia eolica per la produzione di elettricità. |
υδραυλική ενέργειαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ατομική ενέργειαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ατομική ενέργειαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρχή διατήρησης της ενέργειαςsostantivo femminile (fisica) (φυσική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La legge di conservazione dell'energia afferma che l'energia non si distrugge, ma si trasforma. Σύμφωνα με την αρχή διατήρησης της ενέργειας, η ενέργεια δεν εξαφανίζεται˙ απλώς, μετατρέπεται σε κάποια άλλη μορφή. |
ηλεκτρικό ρεύμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Utilizzando lampadine a basso consumo è possibile risparmiare energia elettrica. |
κατανάλωση ενέργειαςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli Stati Uniti causano un quarto del consumo di energia mondiale. |
ενέργειαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Certo che i risultati, se paragonati al nostro dispendio di energia, non sono confortanti. |
υδραυλική ενέργειαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υδροηλεκτρική ενέργειαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'energia idroelettrica è un modo pulito di produrre energia dal momento che non usa carburanti fossili. |
πυρηνική ενέργειαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πυρηνική ενέργειαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'energia nucleare è un'altra fonte di energia alternativa da prendere in considerazione. |
κατανάλωση ενέργειαςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Normalmente nelle metropoli il consumo di energia è decisamente più alto rispetto alle città di provincia. In questo periodo sto cercando di ridurre il mio consumo di energia spegnendo le luci che non uso. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κατανάλωση ενέργειας στις μεγάλες πόλεις είναι γενικά πολλή μεγαλύτερη απ' ότι στις μικρότερες πόλεις.. |
πηγή ενέργειαςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Poiché i rifornimenti di petrolio sono limitati, dobbiamo trovare fonti di energia alternative. |
ηλιακή ενέργειαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dobbiamo trovare un sistema per fare scorta di energia solare in modo tale da sfruttarla anche in inverno. |
ηλιακή ενέργειαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αιολική ενέργειαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'energia eolica è una possibile alternativa all'energia ricavata dai combustibili fossili. |
ανανεώσιμη ενέργειαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il vento, le onde e il sole sono fonti di energia rinnovabile. |
αιολική ενέργειαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il governo dovrebbe guardare ad altre risorse rinnovabili come ad esempio l'energia eolica. |
εναλλακτική πηγή ενέργειαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καθαρή ενέργειαsostantivo femminile (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'idrogeno è considerato una forma di energia pulita. |
ενέργεια πλέγματοςsostantivo femminile (chimica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πράσινη ενέργειαsostantivo femminile (μεταφορικά) |
υδροηλεκτρική ενέργειαsostantivo femminile |
Υπουργείο Ενέργειαςsostantivo maschile (USA) (των ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Αρχή Ατομικής Ενέργειαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θερμική ενέργειαsostantivo femminile |
πηγή ενέργειαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έχω ενέργεια, ζωτικότηταverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo questa camminata non ho l'energia di andare anche in bicicletta. |
τρέφομαι, τρώωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale, figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finisci di mangiare, devi fare il pieno di energia per il gran giorno che ti aspetta. |
επανατροφοδοτώ κτ με ρεύμαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il complesso traeva energia dalla folla. |
που απαιτεί πολλή ενέργεια, που χρειάζεται υψηλά επίπεδα ενέργειαςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ogni mattina Jane fa un allenamento aerobico che richiede molta energia. |
επίπεδα ενέργειαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εναλλακτική πηγή ενέργειαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απόδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Αυτή η συσκευή έχει απόδοση 2kW. |
οδηγώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il centrocampista ha dato energia alla squadra, portandola alla vittoria. Ο μέσος οδήγησε την ποδοσφαιρική ομάδα στη νίκη. |
κινητική ενέργειαsostantivo femminile |
δυναμική ενέργειαsostantivo femminile |
ενεργοβόροςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με ακτινοβολίαlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Lo spazio è riscaldato con energia radiante. |
ανανεώσιμη πηγή ενέργειαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Diceva che l'idroelettrico dovrebbe essere considerato una rinnovabile. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του energia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.