Τι σημαίνει το dufte στο Γερμανικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dufte στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dufte στο Γερμανικό.

Η λέξη dufte στο Γερμανικό σημαίνει άρωμα, άρωμα, άρωμα, ευωδία, μυρωδιά, οσμή, άρωμα, άρωμα, οσμή, μυρωδιά, μπουκέτο, άρωμα, μυρωδιά, αρωματικός, αρωματίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dufte

άρωμα

Wendy liebt den Duft (or: Geruch) von frischgebackenem Brot.
Η Γουέντι λατρεύει τη μοσχοβολιά του φρεσκοψημένου ψωμιού.

άρωμα

Bevor Petra losging, trug sie noch Parfüm auf ihre Handgelenke und ihren Hals auf.
Πριν βγει, η Πέτρα έβαλε άρωμα στους καρπούς και στο λαιμό της.

άρωμα

ευωδία

(ευχάριστη μυρωδιά)

Der Duft von Frühlingsblumen erfüllte die Luft.

μυρωδιά, οσμή

Der Duft des Kochens erfüllte das ganze Haus.
Η μυρωδιά (or: οσμή) του φαγητού γέμισε το σπίτι.

άρωμα

(ευχάριστο)

άρωμα

(μυρωδιά)

Ein herrliches Aroma kommt aus der Küche.

οσμή, μυρωδιά

μπουκέτο

(κρασιού)

Der Wein hat ein sehr fruchtiges Aroma.
Το κρασί αυτό έχει πολύ φρουτένιο μπουκέτο.

άρωμα

μυρωδιά

αρωματικός

Ich bekomme immer Kopfschmerzen, wenn sich parfümierte Leute neben mich in den Bus setzen.

αρωματίζω

Ας μάθουμε Γερμανικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dufte στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.

Γνωρίζετε για το Γερμανικό

Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.