Τι σημαίνει το assez de στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assez de στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assez de στο Γαλλικά.

Η λέξη assez de στο Γαλλικά σημαίνει αρκετά, αρκετά, αρκετά, αρκετά, αρκετά, κάπως, κάπως, -ούτσικος, -ούλικος, -ουλός, αρκετά, επαρκώς, αρκετά, αρκετά, πολύς, αρκετά, μάλλον, σχετικά, αρκούντως, αρκετά, επαρκώς, κάπως, λίγο, αρκετά, κατά κάποιο τρόπο, κάπως, λίγο, επαρκώς, κάπως, αρκετά, αρκετός, πολύ λίγοι, βαρέθηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα, βαριέμαι, ξέρω ότι δεν πρέπει να, είμαι έως εδώ με κτ, κουράζομαι από κτ/κπ, αρκετός, επαρκής, πολύ λίγο, υπεραρκετός, βαριέμαι, επάρκεια, αρκετός, βαρέθηκα να κάνω κτ, κουράστηκα να κάνω κτ, βαρέθηκα, παίρνω τη δόση μου, αρχίζω να κουράζομαι από κτ, κουράζομαι με κτ, έχω αρκετό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assez de

αρκετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il travaillait assez pour soutenir sa famille.

αρκετά

(αγανάκτηση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Assez ! Je ne veux plus rien entendre !
Φτάνει (or: Αρκεί)! Δε θέλω να ακούσω άλλο.

αρκετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les pâtes étaient assez (or: plutôt) bonnes mais pas autant que ce à quoi je m'attendais.
Η μακαρονάδα ήταν αρκετά καλή, αλλά όχι όσο καλή περίμενα.

αρκετά

adverbe

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Je prie pour que nous ayons toujours assez (or: suffisamment) pour vivre.
Προσεύχομαι να έχουμε πάντα αρκετά για να ζούμε.

αρκετά

adverbe (passablement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'est assez (or: plutôt) intéressant, mais je ne veux toujours pas l'acheter.
Είναι αρκετά ενδιαφέρον, αλλά και πάλι δε θέλω να το αγοράσω.

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Garer la voiture sur cette petite place de parking était assez difficile, mais Debbie a finalement réussi.
Το να χωρέσει το αυτοκίνητο στη μικρή θέση ήταν κάπως δύσκολο, αλλά η Ντέμπυ τα κατάφερε στο τέλος.

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Για τον Ντέβιντ ήταν δύσκολο να κάνει ποδήλατο στην αρχή, αλλά γινόταν κάπως πιο εύκολο κάθε φορά που προσπαθούσε.

-ούτσικος, -ούλικος, -ουλός

(έως ένα βαθμό)

Par exemple : assez grand
Για παράδειγμα: ψηλούτσικος

αρκετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La maison était assez bien bâtie et ne s'est pas effondrée lors de la tempête.
Το σπίτι ήταν φτιαγμένο αρκετά καλά και δεν κατέρρευσε όταν χτύπησε η καταιγίδα.

επαρκώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Assure-toi que le jardin est suffisamment arrosé avant ton départ.

αρκετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αρκετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Όχι άλλη πίτα για εμένα, ευχαριστώ· έφαγα ήδη πολύ.

αρκετά, μάλλον, σχετικά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il était plutôt perturbé par les images de la guerre. Je suis assez contrariée par ton attitude.
Έχω ενοχληθεί κομματάκι με τη συμπεριφορά σου.

αρκούντως, αρκετά, επαρκώς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Est-ce que tu te sens suffisamment (or: assez) préparé pour l'examen ?
Αισθάνεσαι επαρκώς προετοιμασμένος για το τεστ;

κάπως, λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il fait plutôt froid pour porter un short.
Κάνει λίγο (or: κάπως) κρύο για να φοράς σορτσάκι.

αρκετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pete est moche, mais son frère est relativement (or: assez) beau.

κατά κάποιο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάπως, λίγο

(familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Έχω αρχίσει να βαριέμαι λίγο τα συνεχή παράπονα σου.

επαρκώς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αρκετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'est plutôt cher, mais je vais quand même l'acheter.
Είναι αρκετά ακριβό, αλλά παρόλα αυτά θα το αγοράσω.

αρκετός

(ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Avons-nous assez d'argent pour ce repas ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο μισθός μου δεν είναι επαρκής για να πάω διακοπές.

πολύ λίγοι

J'ai trop peu de livres pour remplir ma bibliothèque.
Δεν έχουν αρκετά βιβλία για να γεμίσω τη βιβλιοθήκη μου.

βαρέθηκα

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai assez de toi !
Δε σε αντέχω άλλο!

βαρέθηκα, κουράστηκα

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis énervé et j'en ai assez de son sale comportement.

βαρέθηκα, κουράστηκα

(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai assez de ses plaintes constantes (or: qu'il se plaigne tout le temps).
Με κούρασε η γκρίνια του. Έχω βαρεθεί να βλέπω τις παύλες να χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο.

βαριέμαι

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai assez de ma vie.

ξέρω ότι δεν πρέπει να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι έως εδώ με κτ

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle nous a dit d'un ton énervé qu'elle en avait ras-le-bol de nous entendre nous disputer.

κουράζομαι από κτ/κπ

Je me suis lassée des critiques incessantes de mon ex, alors je l'ai quitté.

αρκετός, επαρκής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons largement assez de nourriture, même si des invités arrivent.
Έχουμε επαρκή φαγώσιμα, ακόμα κι αν έρθουν καλεσμένοι.

πολύ λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a trop peu d'argent pour s'acheter une voiture.

υπεραρκετός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Venez manger avec nous, il y a largement assez de nourriture.

βαριέμαι

(un peu familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Audrey en avait marre du mauvais temps. // Comme Joan en avait marre d'être baladée de bureau en bureau, elle s'est énervée.
Η Τζόαν κουράστηκε με το να τη στέλνουν από το ένα γραφείο στο άλλο και ξέσπασε.

επάρκεια

(από κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il devrait y avoir assez de papier dans le local à fournitures.

αρκετός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a beaucoup d'essence dans la voiture.
Το αυτοκίνητο έχει αρκετή βενζίνη.

βαρέθηκα να κάνω κτ, κουράστηκα να κάνω κτ

(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'en ai marre d'essayer de te l'expliquer : fais ce que tu veux, je m'en fiche !

βαρέθηκα

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai assez du langage grossier de cet homme.

παίρνω τη δόση μου

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρχίζω να κουράζομαι από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le professeur commençait à en avoir assez de dire à ses élèves d'arrêter de bavarder.

κουράζομαι με κτ

Je commence à être las des séries policières. Il y en a plein à la télé !
Έχω αρχίσει να βαριέμαι τις αστυνομικές σειρές. Η τηλεόραση έχει γεμίσει τέτοιες!

έχω αρκετό

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assez de στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.