Τι σημαίνει το ansluten στο Σουηδικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ansluten στο Σουηδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ansluten στο Σουηδικό.
Η λέξη ansluten στο Σουηδικό σημαίνει θυγατρικός, συνδεδεμένος, συνδεδεμένος, συνδεδεμένος, συνδεδεμένος στο διαδίκτυο, συνδεδεμένος στο ίντερνετ, ανεξάρτητος, που συνδέεται με κπ/κτ, που σχετίζεται με κπ/κτ, wifi. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ansluten
θυγατρικός
|
συνδεδεμένος
|
συνδεδεμένος
Δεν έχω πρόσβαση σε οποιαδήποτε ιστοσελίδα γιατί ο υπολογιστής μου δεν είναι συνδεδεμένος στο ίντερνετ. |
συνδεδεμένος
|
συνδεδεμένος στο διαδίκτυο, συνδεδεμένος στο ίντερνετ
Τα περισσότερα νοικοκυριά του Ηνωμένου Βασιλείου που έχουν σύνδεση στο διαδίκτυο κάνουν τουλάχιστον μερικά από τα ψώνια τους μέσω ίντερνετ. |
ανεξάρτητος(επιχείρηση) |
που συνδέεται με κπ/κτ, που σχετίζεται με κπ/κτ
|
wifi
Έχω δίκτυο wifi σπίτι μου. |
Ας μάθουμε Σουηδικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ansluten στο Σουηδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Σουηδικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Σουηδικό
Γνωρίζετε για το Σουηδικό
Τα σουηδικά (Svenska) είναι μια βορειο-γερμανική γλώσσα, η οποία ομιλείται ως μητρική από 10,5 εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν κυρίως στη Σουηδία και σε μέρη της Φινλανδίας. Οι Σουηδοί ομιλητές μπορούν να κατανοήσουν Νορβηγόφωνους και Δανούς. Τα σουηδικά είναι στενά συνδεδεμένα με τα δανικά και τα νορβηγικά, και συνήθως όποιος καταλαβαίνει ένα από τα δύο μπορεί να καταλάβει σουηδικά.